Μού είχε φανεί πολύ μελαγχολική εκείνη η μέρα. Νομίζω ήταν στο θέατρο «Κεντρικόν» τής πλατείας Κολοκοτρώνη. Ένα θέατρο που από νωρίς είχα συνδέσει με πολλά, σημαντικά και ωραία. Λογοθετίδη, Χόρν-Λαμπέτη, τον πιανίστα Βίλελμ Κεμπφ, τα μπαλέτα τού Άλβιν Νικολάι, τον Ρεντ Νίκολς τον τζαζίστα, τους Παραγουάιος και τους Ίντιος. Όλοι είχαν περάσει από κει και όλους τους είχα δει. Όπως και τις συναυλίες τού Μίκη Θεοδωράκη με την Ελαφρά Ορχήστρα τού ΕΙΡ, τον Μάρτη τού 1961.
Αυτό το θέατρο με τη μεγάλη ιστορία, είχα συνηθίσει να το βλέπω γεμάτο ή σχεδόν. Όμως εκείνο το απόγευμα ο κόσμος που είχε έρθει να ακούσει τον Μάρκο Βαμβακάρη ήταν λιγος. Ο ίδιος ο Μάρκος ήταν πια αρκετά μεγάλος, μια κουρασμένη φιγούρα πάνω στη σκηνή. Ο θρύλος βέβαια υπήρχε. Και είχαμε αρχίσει αρκετοί απ’ τους νεότερους να ανακαλύπτουμε το ρεμπέτικο και έναν έναν τους ανθρώπους του. Στα ταβερνάκια. στα τζουκ μποξ, ακούγαμε τη «Φραγκοσυριανή» και τους «Ρεμπέτες τού ντουνιά», όχι με τη βραχνή φωνή τού Μάρκου, αλλά σε καινούριες ηχογραφήσεις με τον Μπιθικώτση ή τον Βαγγέλη Περπινιάδη.
Απ’ τους παλιούς, ζωντανούς πάνω στο πάλκο, εγώ μέχρι τότε μόνο τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου είχα δει σε στέκια τής Κοκκινιάς. Αλλά κανέναν δεν είχα ακόμα πλησιάσει. Και ούτε με τον Παπαϊωάννου, ούτε με τον Μάρκο συνομίλησα ποτέ. Άλλωστε, όταν το 1972 άρχιζα πια να κάνω τηλεόραση, και οι δύο, Βαμβακάρης και Παπαϊωάννου μόλις είχαν φύγει απ’ τη ζωή. Ωστόσο, αυτό που δεν έκανα εγώ, ευτυχώς το έκαναν άλλοι. Και έτσι, μπορούμε σήμερα, τώρα δηλαδή, να δούμε τον Μάρκο να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά, μέσα από ένα σπάνιο ντοκουμέντο τής Βελγικής τηλεόρασης τού 1963. Σε εκείνη την ασπρόμαυρη εκπομπή τού Jean Antoine (1930-2015), ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο ξεναγός, που παρουσίαζε στους ξένους τη λαϊκή μας μουσική, με ξεχωριστή αναφορά στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον «πατέρα τού αστικού λαϊκού μας τραγουδιού».
Όπως εξηγούσε στα γαλλικά ο Μίκης, το στιγμιότυπο γυρίστηκε στην Πλάκα, «σε μια από τις πιο γραφικές γειτονιές τής Αθήνας κάτω απ’ την Ακρόπολη». Το τραγούδι είναι τού 1936 και ξεκινάει με τη φράση «Αντιλαλούν οι φυλακές, Ανάπλι και Γεντί Κουλές».