Σύζυγος δεν είμαι καλός. Σύντροφος ήμουν καλός, όσο διαρκούσε.
Αλλά καλός πατέρας δεν έπαψα να είμαι.
Και δεν το κάνω επειδή πρέπει, αλλά επειδή πιστεύω ότι δεν έχω πολυτιμότερο πράγμα από τα παιδιά μου.
Σε μένα τα παιδικά χρόνια δεν επιστρέφουν, γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ. Μου τα θυμίζει η Πάρο (σ.σ.: όχι “η Πάρος”) κάθε φορά που πηγαίνω και κάθε φορά που φεύγω.
Θυμάμαι τότε που ήμουν γύρω στα έντεκα και δεν είχα καλά παπούτσια. Επαιρνα πάντα αυτά που μου έδινε ο ξάδερφός μου, ο Γιαννάκης, που ζούσε στην Αθήνα. Δεν ήταν κι αυτός ο φουκαράς
κανένας πλούσιος, τα έλιωνε, κι εγώ πήγαινα και τους έβαζα χαρτόνια για να μη βρέχονται τα πόδια μου. Μια μέρα, μου λέει ο μπαμπάς μου: “Τα Χριστούγεννα θα σου πάρω παπούτσια”. Εκεί κοντά στον φάρο του πατέρα μου, ένα φορτηγό έπεσε σε φουρτούνα, πέταξαν το φορτίο του, γέμισε η ακτή λάστιχα αυτοκινήτου. Τα μάζεψε ο πατέρας, τα έδωσε έναντι στον τσαγκάρη και του είπε: “Κάνε στον μικρό παπούτσια”. Το βράδυ που μου τα έφερε, παραμονή Χριστουγέννων, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Είχα το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού και τα έβλεπα. Περίμενα να ξημερώσει, να τα βάλω στην εκκλησία. Μόλις τα φόρεσα, του είπα: “Eχω ένα παράπονο, ρε μπαμπά, δεν κάνουν γκζ-γκζ”. Μου λέει: “Ετσι κάνει το δέρμα, παιδί μου. Αυτά είναι από λάστιχο. Θα κρατήσουν περισσότερο όμως”».
Ο πατέρας μου, ήταν εκείνος που με πίστεψε και εκείνος που μου άφησε το καλύτερο κομμάτι σοφίας. Οταν αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής, όλοι αντιδρούσαν. Μόνο η μάνα μου ήταν αμέτοχη, κάπου με πίστευε και εκείνη.
Αντιδρούσαν, όμως, οι αδελφές μου, οι γαμπροί μου: “Ελα, ρε Γιάννο, τραγουδιστής θα γίνεις; Χιλιάδες πάνε και δεν τα καταφέρνουν, εσύ θα πετύχεις;”.
Κι εγώ έλεγα: “Θα πάω να κάνω αυτό που μου αρέσει και θα πετύχω… Δεν θέλω σώνει και καλά να σπουδάσω!”. Ξέρεις, στα χωριά, στα νησιά ειδικά, ρωτούσαν: “Τι θα γίνει ο γιος σου, κυρα-Μαρουσώ;”. Και έπρεπε να πεις “ή γιατρός ή παπάς ή δάσκαλος, δικηγόρος”
Μια μέρα, γυρίζω στον καπετάν Χαραλάμπη: “Μπαμπά, εσύ τι λες;”. Μου απαντά: “Εγώ σου έχω τεράστια εμπιστοσύνη, παιδί μου, μόνο, ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή σου, να ξεπεράσεις το μέτριο.
Μη γίνεις μέτριος.
Λούστρος; Πρώτος λούστρος. Γιατρός; Πρώτος γιατρός. Τραγουδιστής; Πρώτος τραγουδιστής. Στους πρώτους να είσαι πάντα”. Αυτό το κουβαλάω συνέχεια από εκείνον…
Ηταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αν έκανε κάποιος από εμάς αταξία, έλεγε στη μάνα μου: “Ελα, βρε Μαρουσάκι μου, έλα, μικρά είναι, θα μεγαλώσουν, θα γίνουν καλοί άνθρωποι”.
Είναι το μεγάλο απωθημένο της ζωής μου που δεν είχα χρήματα για να τον πάρω, να τον σώσω όταν έπρεπε. Είχε κάνει μια εγχείριση και έπαθε σηψαιμία. Από αμέλεια γιατρού… Αλλά ήμουν στρατιώτης τότε, δεν είχα τα χρήματα. Δύσκολα χρόνια».
Έχω αυτογνωσία.
Αυτογνωσία είχα και τότε που χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο, στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Μάρνη! Εκανα ράμματα, δες στο μέτωπό μου το σημάδι! Με είχε στείλει τότε ο Γιώργος ο Κατσαρός σε μια μπουάτ. Θυμάμαι που τραγούδησα και, αφού με ξέχασαν δύο-τρεις ώρες, μου έβαλε ένας τύπος ένα εικοσάρι στο χέρι και είπε: “Αντε στο καλό”.
Ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι, το εικοσάρι δεν έφτανε, είχα και την κιθάρα στον ώμο. Και τότε βάρεσα το κεφάλι μου. Από πείσμα!
Την άλλη μέρα είπα ότι δεν θα ξαναπάω να τραγουδήσω εκεί, θα το ρισκάρω, θα πάω στον απέναντι. Ρίσκαρα και κέρδισα.
Το λέω και στα παιδιά μου. Η ζωή δεν χαρίζεται, κερδίζεται με αγώνα.
Στο σχολείο έγραφα καταπληκτικές εκθέσεις. Πάντα γράφω, στίχους.
Κάποιοι μένουν στο συρτάρι.
Θα μου βρουν πολλά οι γιοι μου. Γιατί από μένα αποκλείεται να βγουν έξω.
Δεν θέλω… Δεν ξέρω γιατί δεν θέλω, μπορεί να είμαι κομπλεξικός. Οχι ότι είναι πολύ προσωπικά. Μπορεί να είναι και υπερβατικά, ίσως είναι κάποια πράγματα που λες “αποκλείεται να τα έχει γράψει ο Πάριος”.
Ισως παίζει ρόλο ότι στον κόσμο συστήθηκα ως τραγουδιστής και δεν θέλω να εμφανιστώ ως κάτι άλλο…
Για μένα το ταλέντο δεν πρέπει να διαχέεται, αλλά να χαλιναγωγείται. Εκεί που είσαι ικανότερος, αυτό να δείχνεις».
Εχω διαβάσει, έχω μια παιδεία, ας πούμε εγκυκλοπαιδική, αλλά έχω πάρει και από το σπίτι μου, από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ηταν απλοί άνθρωποι, με την έννοια του χαμόγελου και της αγάπης. Εζησα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Ημουν, μάλιστα, το στερνοπούλι τους, ο τελευταίος που υποτίθεται ότι τους είχε μείνει, όταν οι άλλοι έψαχναν την τύχη τους, αλλά και το “μορφωμένο”.
Αμα γινόταν καμία κουβέντα και δεν βρίσκαμε λύση μέσα στην οικογένεια, η μάνα μου έλεγε “να ρωτήσουμε και το μορφωμένο”.
Και αργότερα, τότε που ήμουν φαντάρος στο Γενικό Επιτελείο και πηδούσα μάντρες για να τραγουδήσω κρυφά στην καλοκαιρινή “Νεράιδα”, διάβαζα. Οταν δεν τραγουδούσα, ήμουν ο τυπάκος της γωνίας, καθόμουν και διάβαζα Καζαντζάκη, Μαρξ, Λουντέμη, ό,τι θες, άκουγα και “έκλεβα” συνεχώς ό,τι μπορούσα.
Δεν είχαμε διαφορές με τους συναδέλφους μου. Ηξεραν ποιος είμαι, ήξεραν ότι είμαι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά ότι δεν είμαι και ηλίθιος. Ελεγαν “Εντάξει, ο Γιάννης δεν μας ενοχλεί…”.
H νύχτα μου έχει αφήσει κάτι κουσούρια στο σώμα μου, στο στομαχι μου, αλλά να με φθείρει ως άνθρωπο, όχι, καμία σχέση.
Αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά, θα ήμουν ο χειρότερος πελάτης σε αυτά τα μαγαζιά.
Δεν πίνω, δεν καπνίζω, είμαι σπιτόγατος, βλέπω ασπρόμαυρες ελληνικές κωμωδίες, βουρκώνω πάντα με την τελευταία σκηνή στο “Δεσποινίς ετών 39”.
Στη δουλειά ήμουν πάντα στρατιώτης. Εχω δουλέψει πολύ περισσότερο από άλλους που μπορεί να έχουν χρήματα, έχω δουλέψει χρόνια ατελείωτα. Το έχω πληρώσει μάλιστα και με αίμα, στην κυριολεξία, έκοψα το στομάχι μου δύο φορές… Υπερευαισθησία, όπως θες πες το. Ποτέ, όμως, δεν προγραμμάτιζα. Δεν έλεγα “θα πάω έξω από την πόρτα του τάδε… ”
Το ωραιότερο πράγμα μου το είχε πει μια φορά ο Χατζιδάκις. Ημασταν στο παλιό αεροδρόμιο, αυτός πήγαινε Κρήτη με τους τραγουδιστές του, εγώ περίμενα να φύγω για Θεσσαλονίκη. Ηρθε κοντά μου.
Μου είπε: “Τι κάνετε, κύριε Πάριε;”. Εγώ τα είχα χαμένα. “Καλά, κύριε Χατζιδάκι” ψέλλισα. “Το εννοώ το ‘κύριε’ που σας λέω.
Είστε ο μοναδικός τραγουδιστής που δεν με έχει ενοχλήσει ποτέ, έστω και τηλεφωνικά. Και να ξέρατε πόσο το ήθελα! Καλό σας ταξίδι”.
Είχα μείνει “παγωτό” εγώ. Δεν μπορούσα να μιλήσω, σκεφτόμουν συνέχεια αυτή την κουβέντα. Ούτε το αεροπλάνο φοβήθηκα εκείνη την ημέρα!
Θυμάμαι, ότι έκανα παρέα με τον Λοΐζο. Ημασταν φίλοι, βγαίναμε έξω, πηγαίναμε γήπεδο. Ποτέ, όμως, δεν του είπα: “Ρε συ, εντάξει, κάνουμε παρέα και τα λοιπά, δεν κάνουμε και έναν δίσκο;”.
Είχα κι αυτό το κομπλεξικό: “Αν του μπει στο μυαλό ότι εγώ έκανα παρέα μαζί του για αυτό;”. Ετσι, δεν το είπα ποτέ».
Το θέλατε όμως; «Σαν τρελός! Αυτή είναι άλλη ιστορία. Είναι κάποια πράγματα που δεν λέγονται».
Γιατί δεν λέγονται; «Γιατί είμαι αξιοπρεπής. Εχω μάθει τις ευθύνες να τις αποδίδω κατευθείαν στον άνθρωπο που έχω απέναντί μου, όχι να τις δημοσιοποιώ».
Υπάρχουν νύχτες που θέλω να πω φωναχτά κάτι, που θέλω επιλεκτικά κάποιον, που ανοίγω όλες τις τηλεοράσεις για να ακούω θόρυβο. Προτιμώ, όμως, να είμαι μόνος από το να πληγώνω έναν άνθρωπο.
Αυτό που με νοιάζει είναι πώς θα με θυμούνται τα παιδιά μου. Θέλω να λένε πως είχαν έναν καταπληκτικό πατέρα. Αυτό που λέω εγώ για τον δικό μου. Το μόνο που πέτυχα στη ζωή μου.
Αυτό, όμως, που έχω πλέον ως μότο είναι ότι “είμαι κάτι γιατί ξέρω ότι δεν είμαι τίποτε”.
Υπάρχουν άνθρωποι καθημερινοί, με ζωή πολύ πιο δυνατή από τη δική μου. Αν κάνω μια βόλτα στην Πάρο και βρω έναν ψαρά, η ζωή του θα δώσει υλικό για ολόκληρο σίριαλ. Η δική μου δεν κάνει για τίποτε, απλώς έχει πάνω της “νέον”, φωτίζεται περισσότερο..
Αποσπάσματα από BHMAgazino
"Παπαδημητρίου Λένα"
Το κοινοποίησε ο Panagiotis Papadopoulos