Τα πρώτα μουσικά βήματα στη Θεσσαλονίκη, η αναγνώριση, οι δηλώσεις που ξεσήκωσαν αντιδράσεις και ο ξαφνικός του θάνατο
Αρχές δεκαετίας του ΄70, σε μια μπουάτ της Θεσσαλονίκης, κάπου εκεί κοντά στο Λευκό Πύργο. Ανάμεσα στο κοινό βρίσκεται κι ένας 15χρονος πιτσιρικάς που δεν σταματά να τραγουδάει. Οι μουσικοί της ορχήστρας παρατηρούν το πάθος του, διακρίνουν την σωστή φωνή του και τον καλούν να ανέβει στη σκηνή να τραγουδήσει μαζί τους...Κάπως έτσι «γεννήθηκε» η καρμική σχέση ανάμεσα στην σκηνή και τον Αγάθωνα, τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό ρεμπέτη που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 65 του χρόνια.
Ο πιτσιρικάς εκείνος, βέβαια, δεν φανταζόταν τότε ότι θα αποκτούσε τόσο μεγάλη φήμη στο μέλλον και πως θα έφθανε, κάποτε, μέχρι την Eurovision. Για ένα πράγμα μόνο ήταν σίγουρος, ότι θα γίνει μουσικός! Την εποχή εκείνη είχε παρατήσει το σχολείο και δούλευε σε μια βιοτεχνία, μαζί με έναν θείο του. Όταν όμως οι μουσικοί της μπουάτ τού πρότειναν να τραγουδάει μαζί τους σε σταθερή βάση ενθουσιάστηκε. Έκανε αυτό που αγαπούσε κι ας μην του εξασφάλισε τα απαραίτητα χρήματα για να ζήσει. Τα πρωινά δούλευε σε οικοδομές για να τα βγάλει πέρα.
Σιγά σιγά το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό στη νύχτα της Θεσσαλονίκης. Πολλοί ήταν εκείνοι που μιλούσαν με θαυμασμό για τον νεαρό τραγουδιστή με την ιδιαίτερη φωνή. Η ερμηνεία, ωστόσο, δεν τού ήταν αρκετή. Για να ακολουθήσει τα μουσικά είδη που αγαπούσε και του ταίριαζαν, το ρεμπέτικο και το παραδοσιακό τραγούδι, έπρεπε να είναι και μουσικός. Το 'βαλε σκοπό, λοιπόν, να μάθει, μόνος του, να παίζει. Έπιασε για πρώτη φορά μπαγλαμά στα χέρια κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '70 κι από τότε έγινε προέκταση του σώματός του. Γιατί ο Αγάθωνας και ο μπαγλαμάς υπήρξαν, για δεκαετίες, δύο λέξεις απόλυτα ταυτισμένες.
Ο δρόμος που είχε διαλέξει δεν ήταν εύκολος. Τα επόμενα χρόνια χρειάστηκε να κάνει διάφορες άλλες δουλειές, παράλληλα με αυτήν του μουσικού, για να μπορέσει να επιβιώσει. Μέχρι που το 1980 τον κάλεσαν, μαζί με την κομπανία που είχε φτιάξει, το Ρεμπέτικο Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, να παίξουν στις Γιορτές Ελληνικού Παραδοσιακού Τραγουδιού που διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις στα ορεινά Ανώγεια της Κρήτης. Εκεί τον πρωτοάκουσαν κάποιοι δισκογραφικοί παραγωγοί από την Αθήνα και του πρόσφεραν ένα δισκογραφικό συμβόλαιο. Εκείνος, φυσικά, δέχτηκε με έναν όμως απαράβατο όρο: Οι άνθρωποι της δισκογραφικής εταιρίας δεν θα είχαν κανέναν απολύτως λόγο στην επιλογή των τραγουδιών. Από τότε φρόντισε να ξεκαθαρίσει πως δεν σηκώνει πολλά – πολλά και πως την ελευθερία του δεν την θυσιάζει για τίποτα και για κανέναν.
Γιατί ο Αγάθωνας υπήρξε σε ολόκληρη τη ζωή του ένας αυθεντικός ρεμπέτης. Τί ακριβώς σήμαινε για τον ίδιο αυτός ο όρος; «Ρεμπέτης είναι ο ουσιαστικά ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που λέει ακριβώς ό,τι σκέφτεται κι αισθάνεται» έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Δεν το έλεγε μόνο, το έπραττε κιόλας. Δεν ήταν, εξάλλου, λίγες οι φορές, που παρεξηγήθηκε, από γνωστούς του κι άγνωστους, επειδή είπε δημοσίως και ωμά τη γνώμη του. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν μια συνέντευξη την οποία είχε δώσει το 2013 στην οποία έλεγε, μεταξύ άλλων, πως «η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο εκτροφείο...σκύλων» - εννοούσε του τραγουδιστές αυτού που ευρέως αποκαλείται «σκυλάδικο» - προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Ή τότε που ως άρρωστος Ολυμπιακός είχε δηλώσει πως «Δεν μπορεί να είσαι Παναθηναϊκός και να λες ρεμπέτικα».
Αυτός ήταν ο Αγάθωνας. Ένας άνθρωπος αυθόρμητος που δεν τού άρεσε τα ωραιοποιεί απόψεις, πρόσωπα και καταστάσεις. Ένας τραγουδιστής και μουσικός παλαιάς κοπής που δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο αλλά παρέμεινε σταθερός στα μουσικά πιστεύω του. Ένας ατρόμητος τύπος που δεν κόλλαγε πουθενά και που το 2013 πήγε στη Eurovision, με το μουστάκι του, τον μπαγλαμά του και το μαύρο γιλέκο του, για να κατακτήσει την πρωτιά. Και μπορεί, όπως δήλωνε, λίγο μετά το τέλος του διαγωνισμού, να μην ήταν ευχαριστημένος με την 6η θέση που πήρε το τραγούδι που παρουσίασε με τους koza nostra, δεν μετάνιωσε, ωστόσο, που επέλεξε να ζήσει και αυτήν την μοναδική εμπειρία.
Πηγή: Πρώτο Θέμα της Αναστασίας Κουκά