Βρέθηκα, πριν λίγες ,μέρες, στην συναυλία του Σταμάτη Κραουνάκη με το σύνολο «Σπείρα-σπείρα» στον Πειραιά, στην Καστέλα...
Εκεί, σε ένα μπαλκόνι με θέα την θάλασσα, είχα την ευκαιρία να κάνω ορισμένες διαπιστώσεις, αλλά και να γυρίσω αρκετές «πίσω μου σελίδες», καθώς η γνωριμία μου με τον Σταμάτη ανάγεται στην νεαρά(του) ηλικία και η μετέπειτα πορεία του δικαίωσε την πρόβλεψη και την προσδοκία μου.
Πάμε στις διαπιστώσεις: Ο Κραουνάκης είναι σήμερα ο τελευταίος επιζών «διασκεδαστής ποιότητας»! Προσφέρει, δηλαδή εκείνο που αποκαλούμε (αρκεί να το εννοούμε) «διασκέδαση με νόημα»...
Ανατρέχοντας στην παλιά-καλή- επιθεώρηση (εμφανώς επηρεασμένος απο το «Ελεύθερο θέατρο» της χρυσής εποχής του 70-80), ο Σταμάτης έχει στήσει μια «ανδρική «φωνητική συμμορία» (ένα σπάνιο αλλά τόσο ωραίο και ευθύβολο εύρημα), την οποία σαπορτάρουν δυο σειρές πλήκτρα, ένα βιολοντσέλο (κεντάει κυριολεκτικά) ένα «κιθαρο-μπούζουκο» (δεξιοτέχνης και τρυφερός ο χειριστής) και πέντε (με την δική του εξι) ανδρικές ωραιότατες φωνές.
Και ξεδιπλώνεται, απλά, σαν να ανοίγεις ένα καρό τραπεζομάντηλο σε ένα παλιό μοναστηριακό τραπέζι, μια ιστορία που κλείνει μέσα της κίνηση, συναίσθημα, μελωδία, ρυθμό, κρεσέντο, λάργκο, τριστέντζα, αλεγρία, μέχρι και κουβάνικο χρώμα που σου φερνει στο νου τον αξέχαστο Κομπάι Σεγούντο!
Κι αφού τα «παιδιά» της συμμορίας οργιάζουν και τσακώνονται φωνητικά (έχει κι έναν νεαρό, κράμα Τζίπσι Κινγκς και Ντιόν (τραγουδιστής των των σίξτις) που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό με τις κορώνες και τις τρίλιες του) εισέρχεται στο μουσικό ρινγκ και ο Σταμάτης , που κουβαλάει μαζί του (συγγνώμη, φίλε μου, αλλά όπως σε είδα τους ...χωράς πλέον όλους) την Σοφία Βέμπο, τον Γιάννη Σπάρτακο με την Ρένα Βλαχοπούλου ανγκαζέ, τον Γιώργο Μουζάκη με την Λένα Παμέλα ανσάμπλ, τον Σώτο Παναγόπουλο μέσα στους δίσκους του Σαββόπουλου αλλά και τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τον Στέλιο Καζαντζίδη και, φυσικά τον Σταμάτη, αυτόν τον κλεφταράκο και μπαγάσα, που ξέρει καλά ότι οι νότες είναι εφτά, αλλά έχουνε τόσες «χαραμάδες» τα πλήκτρα, που μπορείς να χώνεσαι και να ξεφεύγεις ανά πάσα στιγμή!
Κι εκει, λοιπόν, υπό την κλαίουσα σελήνη και απεναντι στην ήρεμη θάλασσα του Σαρωνικού, σου πετάει (μέσα στο κρεσέντο που βγαίνει από το «καβούκι» του μπουζουκιού του Ζαμπέτα, φτιαγμένο στον Πειραιά, στου Ζοζέφ ή στου Απαρτιάν) την «Μαλάμω» και σου φέρνει μπροστά το καρέ από την «Ευτυχία». Και νιώθεις ένα ελαφρό αεράκι να σε θωπεύει, κι ας εχει περίπου σαράντα βαθμούς γύρω σου...
Κι ύστερα, αφού περάσει από χίλιες συμπληγάδες και αράξει το σκάφος στους Νεώσοικους που παραμονεύουνε θαμμένοι λίγο πιο κάτω, κάνει μια στροφή και σε πάει πίσω από τον Άγιο Νικόλα, εκεί που γυρίστηκαν οι σκηνές από το «Αυτή η νυχτα μένει». Και πέφουνε οι πρώτες νότες, που σου θυμίζουνε κάτι ανάμεσα στην εισαγωγή του «Γουιδάουτ γιου», του τεράστιου και αδικημένου Χάρι Νίλσον και στις σταγόνες του νερού που πέφτει όταν έχεις τρέξει κάτω από το ντους για να κατεβάσεις στροφές και σε παίρνει μζί του εκείνο το πανί που αχνοφαίνεται στα ανοιχτά (και που μόνο εσύ το βλέπεις) και αρχίζει :
«Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω, σε ψυχή ψαριού, κορμί γατίσιο /Κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ πότε άστρα, πότε άκρη της αβύσσου /Κάτι κυνηγώ σαν το ναυαγό τα χρόνια μου σεντόνια μου τσιγάρα να τα σβήσω /Χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη/ Πέφταν τ' άστρα μες στη λασπουριά μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι /Μου 'γνεφε η καρδιά πάρε μυρωδιά το λάδι εδώ πώς καίγεται και ζήσε το ταξίδι ./ Αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη που δυο ψυχές δε βρήκαν καταφύγιο /Κι ήρθαν στον κόσμο ξένοι και καταδικασμένοι να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο...».
Και λες «ρε τί είναι ετούτος; Πώς του επιτρέπεται να έχει τρυπώσει στο μυαλό του Μάνου, στα δάχτυλα του Μίκη, στις τζαζιές του Πλέσσα, στις διαδρομές του Ζαμπέτα και του Σπόρου, στα κιτάπια του Σακελλάριου και του Δαλιανίδη και τολμά να αναφέρει το όνομα του Στέλιου;».
Κι αμέσως λες ένα «Χαλάλι του» και σκουπίζεις κάτι σαν υγρασία, που φεύγει από τα κουρασμένα σου μάτια...
Κι ύστερα πας πίσω, στα τέλη του '70, που η καλή σου φίλη η Λίνα, κοριτσάκι τότε, δευτεροετής της Παντείου, σου λέει «πάμε να ακούσεις έναν φίλο». Και σε παίρνει απ' το χέρι και σε πάει κάπου στα νότια προάστια (δεν θυμάμαι ακριβώς πού) σε ένα σπίτι μέσα σε κήπο και ακούς τον νεαρούλη συνομήλικό της Σταμάτη και μιλάτε και τα λέτε κι ύστερα, φεύγοντας, λες στην Νικολακοπούλου: «Μωρέ τι είναι ετούτος; να περιμένεις πολλά»...
Κι ύστερα έρχονται «Τα όπλα του Αγαμέμνονα» στο «Αγκάθι», τότε που υπήρχε δημιουργία! Κι όταν, αργότερα, όλοι τρελαίνονται με τα «Σκουριασμένα χείλια» και η «Συχνότητα» γίνεται σουξέ, εσύ μπορείς να λες ήσυχος «Δεν σας τα έλεγα εγώ; Τί σας κάνει εντύπωση;»...
Να είσαι καλά Σταμάτη, να χάσεις βάρος-οπωσδήποτε- να κόψεις το κάπνισμα και να εξακολουθήσεις να γράφεις!
Δικαίωμά σου να ανακατεύεσαι και με τα πολλά και δεν θα σε κρίνω γι αυτό. Εμένα μου έδωσες να πιω από ένα ποτό που δεν βρίσκεται πια εύκολα στα ράφια των μπαρ! Γειά χαρά, φίλε!
Από την Κυριακάτικη Δημοκρατία, του