Η «Oμορφη πόλη» υπήρξε ιστορική μουσικοθεατρική παράσταση που ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας το καλοκαίρι του 1962 σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και κείμενα Μποστ. Το εμβληματικό αυτό καλλιτεχνικό γεγονός άφησε ισχυρό αποτύπωμα λόγω και της άτυπης «κόντρας» με την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι που παιζόταν στο γειτονικό θέατρο Μετροπόλιταν. Η σύγχρονη προσέγγιση του έργου σε σκηνοθεσία Γιώργου Βάλαρη, που θα παρουσιαστεί σε λίγες εβδομάδες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, μας δίνει το έναυσμα να βυθιστούμε ξανά στο έργο του ανυπέρβλητου δημιουργού, εξερευνώντας μια πιο αθέατη και λιγότερο προβεβλημένη όψη του. Τον λυρισμό του.
Στην ιστορία της τέχνης οι δημιουργοί συνήθως διαμορφώνουν ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ύφος. Eνα χαρακτηριστικό κι αναγνωρίσιμο στυλ ή τρόπο που επέτρεπε συχνά μια ευκολότερη «κατηγοριοποίησή» τους. Αλλωστε η «ταξινόμηση» (ταμπέλες) ανταποκρίνεται σε στερεότυπα.
Τι γίνεται όμως με τους καλλιτέχνες εκείνους που βγαίνουν εκτός κανόνα; Με αυτούς τους μεγαλειώδεις και πολυφασματικούς δημιουργούς που το έργο τους έχει τέτοιο εύρος, τόσες πολλαπλές διαστάσεις και συγχρόνως βάθος, ώστε να μην επιτρέπονται αβασάνιστες ταξινομήσεις;
Για δεκαετίες ολόκληρες ο Καβάφης υπήρξε «ποιητής της αστικής παρακμής», ο Ελύτης «ποιητής του Αιγαίου», ο Αναγνωστάκης κι ο Λειβαδίτης «ποιητές της ήττας» κ.ο.κ. Κι ο Θεοδωράκης; Ασφαλώς μουσικοσυνθέτης «πολιτικός, επικός κι επαναστατικός», ώστε να αντιπαραβάλλεται βολικά με τον μέγιστο ομότεχνό του Μάνο Χατζιδάκι, λες κι εκείνος ήταν μόνο λυρικός ή ατμοσφαιρικός δημιουργός.
Ο λυρισμός ως γνώρισμα της πνευματικής δημιουργίας συνδέθηκε άρρηκτα με την αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, η οποία είχε σαφώς άλλα χαρακτηριστικά –ούσα ένα αυτόνομο αρχαϊκό λογοτεχνικό και ποιητικό είδος– εν συγκρίσει με τη σύγχρονη χρήση της έννοιας στο πλαίσιο της μουσικής και του τραγουδιού (χωρίς να αναφερόμαστε φυσικά στο λυρικό τραγούδι και στην όπερα). Ωστόσο θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ένα κοινό συστατικό στοιχείο που προσδιορίζει τον λυρισμό σε κάθε μορφή τέχνης και σε κάθε ιστορική περίοδο. Πρόκειται για τη γνήσια προσωπική έκφραση, συχνά με στοιχεία έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή ευαισθησίας, με σκοπό τη δημιουργία αληθινής και βαθιάς συγκίνησης.
Αυτή η υποκειμενική εξωτερίκευση του καθαρού συναισθήματος, του εσώτερου και πιο μύχιου κόσμου του καλλιτέχνη, προσέφερε και στο ελληνικό τραγούδι μεγάλες δημιουργικές στιγμές, μας έκανε να αισθανθούμε ουσιαστική και βαθιά πνευματική και ψυχική ανάταση.
Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε λοιπόν το έργο του Θεοδωράκη συνολικά και σφαιρικά (όσο είναι αυτό δυνατό για κάποιον που έγραψε από όπερα και μουσική δωματίου μέχρι λαϊκά τραγούδια), θα διαπιστώσουμε ότι παράλληλα με τα πιο επικά, δυναμικά και πομπώδη τραγούδια, που σαφώς υπάρχουν, αναβλύζει μια πηγαία ευαισθησία, ένας απαράμιλλης ποιότητας λυρισμός που διατρέχει πολλές από τις δημιουργίες του, από τον πρώτο κύκλο τραγουδιών μέχρι τον τελευταίο. Η τάση αυτή είναι άμεσα συνυφασμένη με την κορυφαία συνεισφορά του συνθέτη στην ελληνική μουσική, που αποτελεί ίσως και τη σημαντικότερη κατάκτηση του ελληνικού πολιτισμού τα τελευταία 60 χρόνια, και δεν είναι άλλη από τη μελοποιημένη ποίηση.
Ο Θεοδωράκης, συλλαμβάνοντας την ιδιοφυή ιδέα να ντύσει με γνώριμες λαϊκές μελωδίες (υψηλής βέβαια αισθητικής) τον ακριβό λόγο των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών –με ιδεολογικό και προγραμματικό στόχο να προχωρήσει σταδιακά σε συνθετότερες μουσικές φόρμες (κύκλοι τραγουδιών, λαϊκά ορατόρια/μετασυμφωνική μουσική), όντας εξάλλου ο ίδιος συνθέτης με βαθιά κλασική παιδεία–, δημιούργησε μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι και τους άξιους συνεχιστές τους ένα νέο είδος τραγουδιού, το περίφημο έντεχνο λαϊκό τραγούδι.
Αυτά είναι λίγο έως πολύ γνωστά. Αυτό που όμως δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς κατά τη γνώμη μου είναι η έντονα λυρική, ακόμα κι αισθαντική, πλευρά της θεοδωρακικής δημιουργίας. Ο Μίκης –πέρα από τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια των «Πολιτειών Α΄ και Β΄», την ιστορική «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, το εμβληματικό «Canto General» του Pablo Neruda ή τα «Τραγούδια του αγώνα» και το «Πνευματικό εμβατήριο» του Αγγελου Σικελιανού επί δικτατορίας– έγραψε μερικά από τα πιο λυρικά και λεπταίσθητα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, που συμπληρώνουν αρμονικά την εικόνα του εκρηκτικού συνθέτη-αγωνιστή, ο οποίος συνεπαίρνει τα πλήθη στα κατάμεστα στάδια με τη γροθιά υψωμένη, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Τα συνταρακτικά τραγούδια του «Επιταφίου» σε ποίηση Ρίτσου, που συνιστούν και την είσοδο του Θεοδωράκη στην ελληνική δισκογραφία το 1960 (κυρίως στην περισσότερο «εξευγενισμένη» τους χατζιδακική εκδοχή αλλά και στην πιο ρωμαλέα και λαϊκότροπη με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση), το «Νανούρισμα» σε στίχους Κώστα Βίρβου από το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού», η «Μαρίνα», η «Μάγια» και το «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη από τις «Μικρές Κυκλάδες», το «Ανοιξε λίγο το παράθυρο» από το «Ενας όμηρος» του Brendan Behan σε απόδοση Βασίλη Ρώτα, το «Ασμα ασμάτων» από τη σπαρακτική «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη, το «Ονειρο καπνός» σε στίχους Νίκου Γκάτσου (ξεχωριστό τραγούδι από τον «Κύκλο Φαραντούρη» που αγαπούσε ιδιαίτερα κι ο Χατζιδάκις)· τα «Δρόμοι που χάθηκα», «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ» και «Μοιρολόι της βροχής» από τα «Λυρικά» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, αλλά και τα «Μάγια» από τις «Σερενάτες» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, είναι μόνο μερικά από τα τραγούδια που μας αποκαλύπτουν μια υποφωτισμένη διάσταση του μεγάλου δημιουργού.
Θα έλεγα ότι ακόμα και σε ένα από τα κορυφαία έργα στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, που έχει λάβει –και δικαίως– περισσότερο τον χαρακτήρα ενός εθνικού έπους, στο «Αξιον Εστί», μπορεί να διακρίνει κανείς τέτοια στοιχεία, λόγου χάρη στη συγκλονιστική σύμπραξη χορωδίας και Μπιθικώτση στο «Με το λύχνο του άστρου» ή στο «Ανοίγω το στόμα μου».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο Θεοδωράκης φανερώνει τον λυρικότερό του εαυτό και τη συναισθηματικότερή του πλευρά όταν μελοποιεί στίχους του αγαπημένου του αδερφού Γιάννη, γεγονός που μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί, ανεξάρτητα από το αν συμβαίνει ενεπιγνώστως ή ασυνείδητα. Οι ανεπανάληπτοι «Λιποτάκτες», για παράδειγμα, που περιέχουν μερικές από τις ωραιότερες και πιο συγκινητικές μελωδίες που γράφτηκαν ποτέ στο ελληνικό τραγούδι (Ομορφη πόλη, Χάθηκα, Δακρυσμένα μάτια, Αυγή αφράτη), η γνωστή σε όλους κινηματογραφική «Φαίδρα» (Αστέρι μου φεγγάρι μου) ή η «Νύχτα μαγικιά» από τους «Χαιρετισμούς» είναι δημιουργίες βασισμένες σε εξαιρετικούς στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη, γεγονός που οδηγεί τον Μίκη στο να φέρει στην επιφάνεια τη βαθύτερη ιδιοσυγκρασία του, την ευαισθησία, την ευγένεια, την τρυφερότητα και τη λεπτότητα πλάι στην αντίσταση, τη μαχητικότητα και τη διεκδίκηση.
Εχει ειπωθεί πολλές φορές ότι μεγάλος καλλιτέχνης είναι αυτός που κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, ένα προσωπικό και πλήρες πνευματικό κι αισθητικό σύμπαν. Ο Μίκης Θεοδωράκης υπερέβη αυτό το μέτρο. Το οικουμενικό έργο του, ο δικός του μουσικός γαλαξίας, χωράει κάθε έκφανση, κάθε πτυχή του ανθρώπινου ψυχισμού σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιαδήποτε εποχή. Εκανε, κατά τον στίχο του Εμπειρίκου, «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» και νίκησε μια για πάντα τη δυσκολότερη μάχη: αυτή με αντίπαλο τον χρόνο.
Βασίλης Ρουσόπουλος, Καθημερινή
* Μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επικοινωνίας στο LSE.