Τελείωσε το Πανεπιστήμιο - από τις λίγες γυναίκες τότε -
εργαζόταν στην Τράπεζα και ξαφνικά αποφάσισε
να αλλάξει το επίθετό της και να βγει στο Θέατρο.
Μου είπε ότι το 1935 στην Αίγυπτο,
την είχε ερωτευθεί ένας εργοστασιάρχης
και της έλεγε να τον παντρευτεί και θα της έχτιζε τρία θέατρα,
αλλά αυτή δεν τον αγαπούσε και τον είχε διώξει
κι εγώ της είπα:
''Σαπφώ,
έπρεπε να θυσιαστείς για την Τέχνη βρε παιδί μου,
τώρα θα είχες τρία θέατρα'' και μου είπε ότι είμαι ένας βλαξ,
διότι ο εργοστασιάρχης ήταν χημικός,
είχε κάνει πειράματα, είχε παραμορφωθεί
και είχε γίνει σαν τον Φρανκεστάιν...!
Μου είπε ότι παρασύρθηκε από μια επιτυχία που είχε
όταν άρχισε να μιλάει με αυτό το χαρακτηριστικό ύφος,
γιατί δε μιλούσε έτσι η γυναίκα, έγινε ένας Τύπος,
κι έχασα μου λέει, όλο το μέλλον μου και όλα τα ''νερά'' μου.
Τη φωνή της, τη ''δανείστηκε''
όταν ένα παιδάκι στο διάδρομο μιας πολυκατοικίας,
της είπε με άγρια φωνή: ''Σταμάτα ή πυροβολώ!''.
Μόνο ως πρώτη ύλη βέβαια τη χρησιμοποίησε όπως το παιδάκι,
μέχρι η φωνή της να γίνει ένα ολοκληρωμένο μουσικό όργανο.
Πίσω από τη βροντερή και βραχνή φωνή
της υπηρέτριας και της σπιτονοικοκυράς
που της έδιναν να παίζει στον κινηματογράφο,
υπήρχε ένα άτομο παρατημένο
από τις ανθρώπινες φιλοδοξίες των ημερών.
Με μια παράξενη ανθρωπιά και αγνότητα,
που έκανε τους ρόλους της τόσο πιστευτούς,
γιατί έδινε στις λέξεις ύλη όταν φώναζε: ''Μπουρλότο!''.
Η πλειοψηφία των συναδέλφων της,
τη θεωρούσε απλά κωμικό πρόσωπο.
Οι άνθρωποι του θεάματος δεν της φέρθηκαν καλά,
δεν εκτίμησαν το ταλέντο της,
δε μπόρεσαν να διακρίνουν τον αρχαίο σπαραγμό της.
Ο Γιάννης Τσαρούχης συνέλαβε το πραγματικό της ταλέντο
και της έδωσε το ρόλο της κορυφαίας του χορού
αλλά και όλα τα χορικά των ''Τρωάδων''.
Στις ταινίες που έπαιζε η Σαπφώ Νοταρά
ήταν για πολλά χρόνια ένας ετοιμοθάνατος γελωτοποιός,
όπως σημειώνει ο ποιητής και θεολόγος Ματθαίος Μουντές.
Και αυτό το καταλάβαινε
και αντιδρούσε απότομα στον περίγυρό της,
ακόμα και σε περιπτώσεις φιλικής προσέγγισης.
Όπως λέει στο βιογραφικό του διήγημα
''Τα Σαντέ της Σαπφώς'' ο Γιώργος Μανιώτης,
(ο μόνος πνευματικός άνθρωπος που την πλησίασε κι έγραψε γι' αυτήν)
ήταν σαν να έλεγε στον κόσμο:
''Στην πραγματική ζωή δε θα υπάρχω.
Θα υπάρχω μόνο, όσο διαρκεί η παράσταση''.
Έτσι φρόντισε να κρατήσει τον εαυτό της, αόρατο σχεδόν,
μισοκρυμμένο πάντα στις πίσω σκιές των κτηρίων.
Το Άβατο της μοναξιάς της, δεν το πάτησε ποτέ κανείς.
...............................................................................................................
Μαρτυρίες:
Γιώργος Μανιώτης - Αλίκη Γεωργούλη - Νίκος Θωμόπουλος
Πηγές:
logomnimon. wordpress. com - cinemainfo. gr