Από τους ανθρώπους που δουλεύουν εδώ και χρόνια για το Ελληνικό τραγούδι μέσα από τις εκπομπές του στην ΕΡΤ, πραγματικός θησαυρός γνώσεων ο Σιδερής έγραψε πριν από ένα μήνα στα γενέθλια του αυτό το κείμενο για τον Μάνο Ελευθερίου, έπεσε τυχαία στα μάτια μου και είπα να το μοιραστώ μαζί σας.
Κώστας Ζουγρής
Τα 50 χρόνια είναι ένα κομβικό σημείο στην ηλικία ενός ανθρώπου και πολλοί επιλέγουν να τα γιορτάσουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο που θα μείνει στη μνήμη τους.
Προσωπικά, αυτό που πλέον θα με συνδέει με τα πεντηκοστά μου γενέθλια, θα είναι η αναχώρηση – την ίδια μέρα – του Μάνου Ελευθερίου.
Δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που να τον είχε συναναστραφεί ή απλά να τον γνώριζε και να μην ήξερε από πρώτο χέρι ή από αφηγήσεις για τη γενναιοδωρία του και το λεπτό του χιούμορ. Οπότε, αναφέροντας τα παρακάτω περιστατικά, ούτε θα πρωτοτυπήσω γράφοντας κάτι που δεν είναι ήδη γνωστό, ούτε φυσικά υπαινίσσομαι πως είδε κάτι ξεχωριστό σε μένα που με έκανε αποδέκτη της δοτικότητάς του, γιατί ο Μάνος Ελευθερίου ήταν έτσι με όλους. Είτε σε συναντούσε για πρώτη φορά, είτε σε γνώριζε χρόνια, είχε την παρατηρητικότητα, την οξυδέρκεια, την ενσυναίσθηση ώστε να καταλάβει με 2-3 κουβέντες που θα ανταλλάσσατε αρκετά πράγματα για σένα ή τουλάχιστον αυτά που τον αφορούσαν. Το αποτέλεσμα θα φαινόταν μετά στο διαπεραστικό του βλέμμα, το ελαφρό του μειδίαμα, τα καλά, μέχρι σημείου υπερβολής, λόγια που θα έλεγε για σένα σε άλλους όταν ήσουν μπροστά - αλλά και εν τη απουσία σου - και φυσικά στη μόνιμη διάθεσή του να χαρίζει από τα πράγματα που μάζευε χρόνια. Είχες την αίσθηση ότι ο άνθρωπος αυτός αποτελούσε από μόνος του μία ιδιότυπη κατηγορία συλλέκτη : αυτού που μαζεύει λογής αντικείμενα από το παρελθόν, αλλά και φωτογραφίες, γκραβούρες, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, αποκόμματα, δίσκους και διάφορα μικροπράγματα με απώτερο σκοπό να τα μοιράσει στη συνέχεια. Η Σύρος γνωρίζει πολλά γι’ αυτό.
Η πρώτη φορά που τον γνώρισα από κοντά ήταν εκείνη την Τετάρτη που ξεκίνησε εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα ακριβώς πριν από μένα. «Ο καιρός των χρυσανθέμων», κάθε Τετάρτη στις 5 το απόγευμα. Έτσι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, στον χρόνο που μεσολαβούσε μέχρι να μαζέψει τους δίσκους του κι εγώ να μπω στο στούντιο, πάντα προλάβαινα να ακούσω κάποια ιστορία ή να τον ρωτήσω για το θέατρο και τους ηθοποιούς του που τόσο πολύ τους αγαπούσε και τους είχε παρακολουθήσει από τα νεανικά του χρόνια. Με το ίδιο πάθος και τη γνώση που θα σου μιλούσε για σύγχρονούς του ποιητές, μπορούσε να σου μιλήσει για τον Κυριάκο Μαυρέα ή τη Ζαζά Μπριλλάντη, αστέρες της παλιάς επιθεώρησης.
Στις αρχές του 2008, με αφορμή τα 70 χρόνια του Ραδιοφώνου στην Ελλάδα που θα γιορτάζονταν εκείνη τη χρονιά, ψάχνοντας στο ραδιοφωνικό αρχείο για εκπομπές, έπεσα πάνω σε μία δική του που λεγόταν «Σερπαντίνα» και είχε μεταδοθεί το 1984. Σε αυτήν, ο Μάνος Ελευθερίου παρουσίαζε σατιρικά τραγούδια και σκετσονούμερα από δίσκους 78 στροφών που είχε στο αρχείο του. Ανάμεσά τους και 2 προπολεμικά τραγούδια με τον Βασίλη Αυλωνίτη. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Γνώριζα ότι η φωνή του Βασίλη Αυλωνίτη είχε αποτυπωθεί σε δίσκους με το «Αχ βρε παλιομισοφόρια» και το «Φούστα κλαρωτή» του Μάνου Χατζιδάκι και του Αλέκου Σακελλάριου από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» του 1957, αλλά δε φανταζόμουνα πως θα είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο με επιθεωρησιακά τραγούδια στα χρόνια του μεσοπολέμου. Τηλεφώνησα αμέσως στον Μάνο Ελευθερίου για να μάθω περισσότερα. Μου είπε πως δε μπορούσε να θυμηθεί πολλά μια και είχαν περάσει περίπου 25 χρόνια από τη συγκεκριμένη εκπομπή. Δεν πέρασαν 1-2 μέρες όμως και μου τηλεφώνησε εκείνος, ζητώντας μου να περάσω από το σπίτι του. Εκεί μου έδωσε ένα τετράγωνο κουτί με δίσκους 78 στροφών που ανάμεσά τους ήταν και αυτός με τον Βασίλη Αυλωνίτη. Αφού τον ευχαρίστησα για το άμεσο ενδιαφέρον, του είπα πως θα τους γράψω και πως θα τους επιστρέψω το συντομότερο. Εννοείται πως εκείνες τις 2 μέρες που τους κράτησα, δεν τους αποχωρίστηκα όπου κι αν πήγα. Τους έγραψα όλους, τους έκανα cd και για εκείνον και τους πάω στο σπίτι του. Ανοίγοντας την πόρτα και βλέποντας το κουτί μου λέει «Αυτό τι μου το’ φερες ; Σου είπα εγώ ότι τους θέλω ; ». Κράτησε το γραμμένο cd και μου χάρισε τους δίσκους. Και αυτό δε συνέβη μόνο μια φορά. Ούτε μόνο με δίσκους.
Ακόμα έχω στο πορτοφόλι μου ένα σταυρουδάκι που στο πίσω μέρος του γράφει “Lourdes”. Θυμόταν βλέπεις που, σε ανύποπτο χρόνο, του είχα αναφέρει πως η μακαρίτισσα η μανούλα μου είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία της Λούρδης και το θυμήθηκε όταν έπεσε στα χέρια του το σταυρουδάκι, ποιος ξέρει από πού… Και τόσα άλλα.
Όσο για το υποδόριο χιούμορ του, ήταν ο ορισμός της έκφρασης «σφάζω με το βαμβάκι». Μπορεί να γραφτεί βιβλίο με τις ατάκες, τα σχόλια, τις διαπιστώσεις, τους υπαινιγμούς, τα αδιόρατα πειράγματά του. Που προέρχονταν φυσικά από την ευστροφία του, τη διεισδυτική του ματιά στα πράγματα, τον αυτοσαρκασμό του, το χώρο που σου άφηνε στη συζήτηση μόνο και μόνο για να δει τι θα τον κάνεις, τη σιωπή και την αποστασιοποίησή του που του έδινε την ευκαιρία να ζυγίσει καλύτερα τους απέναντί του.
Θυμάμαι αρκετά εύθυμα στιγμιότυπα, αλλά μάλλον δε μπορούν να γραφτούν εδώ. Μια φορά, τελειώνοντας την εκπομπή του, η – επίσης απούσα δυστυχώς – τηλεφωνήτρια Χρυσούλα Κατσιμιλή του λέει πως τον ζητά μια ακροάτρια στο τηλέφωνο. Εκείνος, δήθεν δύσθυμος, γυρίζει και μου λέει :
-Δεν πας εσύ βρε αγοράκι μου ;
-Μα εσάς ζητούν κύριε Μάνο.
-Ωραία, πήγαινε εσύ και κάνε ότι είσαι εγώ.
-Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, του κάνω γελώντας.
-Καλά, θα πάω εγώ και θα κάνω ότι είμαι εσύ, μου ανταπαντά.
Και πάει. Ως Μάνος Ελευθερίου φυσικά. Σε εκείνη την εκπομπή είχε διαβάσει μία «συνταγή» για τη φαλάκρα, από ένα απόκομμα πολύ παλιάς εφημερίδας. Η ακροάτρια στο τηλέφωνο δεν είχε προλάβει να σημειώσει όλη τη «συνταγή» και ήθελε να την εφαρμόσει στον δύσμοιρο τον άντρα της. Του ζήτησε λοιπόν να της την ξαναδιαβάσει. Ο Ελευθερίου, αφού προσπάθησε να την αποτρέψει από το να εφαρμόσει το γιατροσόφι, πήγε στην τσάντα του , βρήκε το απόκομμα και άρχισε να της το διαβάζει από το τηλέφωνο αργά και καθαρά. Σε κάποιο σημείο, το «φάρμακο» απαιτούσε και μια μικρή ποσότητα ρούμι. Μόλις της το αναφέρει, τον βλέπουμε να κάνει μία παύση. Στη συνέχεια, κατεβάζει το ακουστικό και απευθυνόμενος σε μας (την τηλεφωνήτρια, τον τεχνικό και τον γράφοντα), μας λέει με ήρεμη φωνή :
-Με ρωτάει πού θα βρει ρούμι.
Και ευθύς ξαναφέρνει το ακουστικό στο στόμα του και της ανακοινώνει θριαμβευτικά :
-Στους πειρατές !!!
…Δεν του μίλησα ποτέ μου στον ενικό. Κι ας μου το είχε ζητήσει επανειλημμένως. Ένιωθα ότι δεν είχα αφομοιώσει όλο του το έργο, την ποίηση, την πεζογραφία, τη στιχουργική, τις ιστορικοκοινωνικές και τις θεατρικές του μελέτες. Τον τραγούδησα, αλλά δεν τον αποκρυπτογράφησα. Τον διάβασα, αλλά δεν εμβάθυνα στον λόγο του. Τον άκουσα, αλλά δεν τον αφουγκράστηκα. Και γι’ αυτό στέρησα από τον εαυτό μου την οικειότητα που θα μου παρείχε ο ενικός.
Δεν ήταν ο άνθρωπος που μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο. Θα τον έπαιρνα για να ρωτήσω για την υγεία του ή για κάποιο θέμα σχετικό με το έργο του, αλλά θα μ’ έπαιρνε κι εκείνος για κάτι που θα είχε σχέση με το ελαφρό τραγούδι ή το μουσικό θέατρο. Και όταν σήκωνα το ακουστικό πάντα έλεγε διστακτικά το όνομά του. Λες και δεν αρκούσε η φωνή του. Αν το παρόν κείμενο βγήκε περισσότερο αυτοαναφορικό απ’ όσο θα’ θελα, συνέβη γιατί ήθελα να μοιραστώ μικρά περιστατικά που είχαν εκείνον στο επίκεντρο και αναγκαστικά με εμπεριείχαν.
Δεν ήταν άνθρωπος της καθημερινότητάς μου, αλλά ήξερα πως ήταν εκεί. Όπως το ξέραμε όλοι μας. Και θεωρούσαμε ότι θα συνεχίσει να είναι, όχι μόνο με τα γραπτά του που έτσι κι αλλιώς θα μείνουν, αλλά και με τη φυσική του παρουσία. Παρά τα 80 του χρόνια και την εύθραυστη υγεία του. Έχει περάσει ένας χρόνος και ακόμα δε μπορώ πιστέψω ότι έχει φύγει. Νομίζω ότι βρίσκεται σε μια ηθελημένη απομόνωση και κάποια στιγμή, με μία κουβέντα του, γραπτή ή προφορική αλλά πάντα ψύχραιμη, θα φωτίσει μια γωνιά του μυαλού και της καρδιάς μας, όπως μόνο εκείνος μπορούσε. Ήταν πάντα ήσυχος μέσα στην ανησυχία που βρισκόταν το πνεύμα του. Δεν είναι τυχαίο πως τόσοι νέοι άνθρωποι επέλεξαν να τον προσεγγίσουν, προσπάθησαν να τον γνωρίσουν και τόσοι νέοι καλλιτέχνες μελοποίησαν στίχους του που φυσικά εκείνος τους έδινε χωρίς δισταγμό όταν του το ζητούσαν.
Ο Μάνος Ελευθερίου με τη στάση του δίδαξε το μεγαλείο της ουσιαστικής απλότητας και της απλοχεριάς, υπενθύμισε την αξία της προσήνειας, της ολιγάρκειας και της ταπεινοφροσύνης. Γιατί δεν ανήκε στους ετερόφωτους ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται. Ανήκε στους αυτόφωτους ανθρώπους που ετεροπροσδιορίζονται, τουλάχιστον από όσους ασχολήθηκαν ή θα ασχοληθούν με το έργο και την προσωπικότητά του. Και στην περίπτωσή του ο παρελθοντικός χρόνος, πάντα θα χρησιμοποιείται με δυσκολία.