Τούτον τον κόσμο μικρός τον ενόμιζα αλλιώς,
τούτον τον κόσμο μικρός τον φαντάστηκα αλλιώς.
Και συ που στο στόμα φέρνεις το τσιγάρο μ’ ηδονή
κάπως έτσι έχεις ζήσει μιαν ολόκληρη ζωή.
Και νομίζεις πως θ’ αλλάξει αν μ’ αυτήν συμβιβαστείς
ψευδαισθήσεις όμως θά ‘χεις, ψευδαισθήσεις θα γευτείς.
Γιατί αν έβλεπες για λίγο τι συμβαίνει γύρω μου,
θα πνιγόσουν απ’ το άγχος που γεννιέται μέσα μου.
Γέρος είμαι από τώρα που ‘μαι 23 χρονών
και συ ανάβεις άλλο ένα εις υγείαν των κουτών.
Κάτω ‘κει στ’ απέραντα, στ’ Απέραντα Χωράφια
που με τ’ άλογα έτρεχα σαν ήμουνα μικρός,
παραπίσω τράβαγα πακέτο τα όνειρά μου
κι απο τότε ήθελα να γίνω γεωργός.
Άσπρες Χαίτες ήταν στον αέρα τα μαλλιά μου,
σαν άγρια εφύσαγε ο αέρας ο καυτός
κι είχα όλη εκείνη τη χαρά μου στην καρδιά μου
που τον κόσμο αλλιώς τον φανταζόμουνα μικρός.
Κάτω ‘κει στ’ απέραντα, στ’ Απέραντα Χωράφια
στη σκέψη μου θρονιάστηκες και έγινες κυρά.
Το δέρμα σου αγάπησα και την πνοή σου ακόμα
την ένοιωθα σαν ξάπλωνα στου ονείρου τη σκιά.
Τώρα όταν σε σκέφτομαι, της φαντασίας απάτη,
ξέρω πως δεν απέχεις, μα θα σε βρω εδώ κοντά.
Γιατί είδα κείνα που’ μελλε το στόμα να στεγνώσουν,
ένοιωσα αυτά που κάναν την καρδιά μου ν’ αρρυθμεί.
Μια κιθάρα μίλησε στα δώδεκά μου χρόνια
και είπε αλήθειες που τις κρύβουν πάμψηλα βουνά.
Κέρδισα απ’ τον ήχο της μια καθαρή εικόνα,
εικόνα που ζωγράφοι δεν ζωγράφισαν ποτέ.
Στο τραγούδι μου τυχαία βρήκα ό,τι βρήκαν
στις εννιά θρησκείες οι προφήτες οι εννιά.
Κι από τότε που ‘νοιωσα της μουσικής τη γλώσσα,
διαρκώς μιλώ με τούτη, τη δική μου τη γενιά.
Μέρες με γκρίζο ουρανό και με κρύο, χωρίς ύπνο πολύ,
απόφαση σκούρα, μια κενότητα πλήρης με τάραξε εκεί
για να φύγω... για να φύγω...
Θυμάμαι όταν το φορτηγό τα πράγματά μου πήρε,
τις σκέψεις τις ρομαντικές εφόρτωνα μαζί.
Χωρίς να ξέρω πως αυτοί που πόλεις δυναστεύουν
θα τις πληγώσουν με το πιο μεγάλο τους καρφί.
Και έφτασα εδώ μ’ απέραντη αγάπη για τον κόσμο,
απέραντη σαν τα χωράφια που έζησα μικρός.
Μα κάθε μέρα που περνά, όσο την έχω ανάγκη,
τόσο μακριά με διώχνει και μαντήλι μου κουνά.
Αγάπη.... αγάπη....
Αργότερα, σε αίθουσες φτιαγμένες μόνο για χορό
ευρέθηκα να παίζω.
Με μια κιθάρα απ’ τις φτηνές και ρεπερτόριο διεθνές,
εμένα να προδίδω.
Μάγκες, προστάτες κι αδερφές στις παλιωμένες μου χορδές
το άχτι τους να βγάζουν,
Κι ο εφιάλτης μου ζεστός μ’ ακολουθεί σαν κυνηγός
μαζί του για να ζήσω.
Μάθημα που διδάχτηκα δε θέλησα να δώσω
κι έτσι ο εαυτός μου θά ‘ναι πάντα ανοιχτός.
Και η ψυχή μου απέραντο χωράφι και μεγάλο
που σπέρνει ο καθένας και μου παίρνει τον καρπό.
Όταν στρατιώτη με πήραν, μου μάθαν να ζω μοναχός.
Και με ασκήσεις σε λόφους μου δείξαν πώς νά ‘μαι σκληρός,
να αντέχω...
Αντέχω στην πείνα και ζω με τη δίψα, αντέχω παντού.
Η σκέψη μου όμως την ψυχή μου πληγώνει, με έλκος διαρκές την πεθαίνει,
την πεθαίνει...
Πόσες φορές πριν φτάσω εδώ δεν κάθισα να γράψω
λέξεις που, μα την πίστη μου, θ’ αλλάζαν το μυαλό.
Και τότε κάποιος έξυπνος του Τύπου και των Μέσων
μού ‘λεγε «αυτό είναι ποίηση, δεν είν’ εμπορικό».
Σε κείνα τα Απέραντα Χωράφια αν είχε ζήσει,
αν τα’ χε δει έστω για λίγο ο έξυπνος αυτός,
θα ‘ξερε πως η ποίηση που δίνει εκεί η φύση
είναι κι ο μεγαλύτερος εμπορικός καρπός.
Βάρη που λυγίζουνε και γιγάντων πόδια δεν τα θέλω εγώ.
Άγχη κι αγωνίες, ψέματα, εικασίες, μακριά από ‘δώ.
Τούτον τον κόσμο μικρός τον ενόμιζα αλλιώς,
τούτον τον κόσμο μικρός τον φαντάστηκα αλλιώς.
Σαν να δύει ο ήλιος είναι η πορεία τούτης της γιορτής,
ο αλκοολικός που απ’ το μεθύσι παίρνει άισθηση ζωής.
Θεοί, ένα τείχος να χτίσετε τώρα μπρος στις πόλεις,
απ’ τα χωράφια αν θα’ρθουνε να πείτε πως αρρώστεια τρώει τον κόσμο.
Και συ που στο στόμα φέρνεις το τσιγάρο μ’ ηδονή
κάπως έτσι έχεις ζήσει μιαν ολόκληρη ζωή.
Και νομίζεις πως θ’ αλλάξει αν μ’ αυτήν συμβιβαστείς
ψευδαισθήσεις όμως θά ‘χεις, ψευδαισθήσεις θα γευτείς.
Γιατί αν έβλεπες για λίγο τι συμβαίνει γύρω μου,
θα πνιγόσουν απ’ το άγχος που γεννιέται μέσα μου.
Γέρος είμαι από τώρα που ‘μαι 23 χρονών
και συ ανάβεις άλλο ένα εις υγείαν των κουτών.
Μη ρωτάς λοιπόν για που πηγάινω, μη ρωτάς για που τραβώ.
Ρώτα μόνο αν αφήνω κάτι απο εμένα εδώ.
Στο δωμάτιό μου θά ‘βρεις 13 ποίηματα,
όλα λεν’ για την αγάπη, όμως νόημα τίποτα.
Τούτη η πάλη λέει σ’ άλλον ότι είναι ζωντανός,
μα σε μένανε θυμίζει πώς γεννιέται ο νεκρός.
Μόνος ήμουνα και θά ‘μαι, μόνος έζησα και ζω.
Κι αν τις νύχτες δεν κοιμάμαι είναι γιατί μένω εδώ...
Απέραντα Χωράφια
Μουσική και στίχοι: Κώστας Τουρνάς