Cameo στην γλώσσα του κινηματογράφου ή της τηλεόρασης λέγεται το πέρασμα που κάνει κάποιος επώνυμος σε μια ταινία ή μια σειρά, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα, όσα χρειάζονται για να τον αναγνωρίσεις και να συνέλθεις απ'την έκπληξη. Θυμάστε.
Το συνήθιζε πολύ ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Και υπάρχουν βέβαια και αρκετά άλλα τέτοια παραδείγματα. Θα σταθώ σε ένα ελληνικό. Στη δική του «Στέλλα», ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, εμφανίζεται για μια στιγμή στη σκηνή της εκκλησίας, όταν η Σοφία Βέμπο φτάνει στο ναό χωρίς την ηρωίδα (Μελίνα Μερκούρη), για να αναγγείλει στον Γιώργο Φούντα πως άλλαξε γνώμη η νύφη. Ακριβώς με ένα τέτοιο cameo λοιπόν, ολοκληρώναμε κι εμείς το τηλεοπτικό πορτρέτο του Αλέκου Σακελλάριου, όταν το γυρίζαμε για τη σειρά Οι παλιοί μας φίλοι το 1984. Καθώς η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και ο Δημήτρης Ψαριανός ερμήνευαν σ'ένα «μοναχικό ντουέτο» την περίφημη «Μοναξιά» του 1936-37, ο στιχουργός του τραγουδιού, ο αγαπημένος κυρ-Αλέκος περνούσε κάπου δίπλα και χανόταν, σαν να αποχαιρετούσε και εμάς και τον φακό.
Αυτό το τραγούδι ο Αλέκος Σακελλάριος το είχε γράψει μαζί με τον Δημήτρη Ευαγγελίδη, για μια αθηναϊκή παράσταση που θα επένδυε μουσικά ο βασιλιάς του ταγκό Εντοάρντο Μπιάνκο. Ο Μπιάνκο είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα στο τέλος της δεκαετίας του '20 και είχε χαλάσει κόσμο. Ήταν τότε στις δόξες του και το να τον πλησιάσεις για να τού προτείνεις συνεργασία, απαιτούσε από τόλμη μέχρι θράσος. Οι δύο νεαροί, Ευαγγελίδης και Σακελλάριος, το τόλμησαν και η συμφωνία κλείστηκε όταν ο θεατρώνης Σαμαρτζής δέχθηκε να πληρώσει το υπέρογκο ποσό που ζήτησε ο Μπιάνκο. Το έργο λεγόταν «Αρζεντίνα» και είχε πολλά τραγούδια.
Ανάμεσά τους και δύο από τις πιο πολυτραγουδισμένες επιτυχίες του ελληνικού Μεσοπολέμου: «Παλιά γειτονιά, το σοκάκι το στενό σου» η μία, και «Μοναξιά, φτάνεις κάποτε μοιραία» η άλλη. Να πούμε όμως δυο λόγια και για τον Εντοάρντο Μπιάνκο (1892-1959). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αργεντινή, αλλά στο ενδιάμεσο διάστημα, με βάση το Παρίσι, γύρισε με την ορχήστρα του σχεδόν τον κόσμο όλο. Συνδέθηκε με μυθικά ονόματα του τάνγκο, Bachicha, Pettorossi κλπ, καθώς και με αθάνατα ταγκό, όπως Poema και Plegaria.
Έπαιξε για τον Αλφόνσο της Ισπανίας, αλλά και για τον Ιωσήφ Στάλιν, που ήταν θαυμαστές τού tango και οι δύο. Στα χρόνια του Ναζισμού ο Μπιάνκο πήρε και τη ρετσινιά του συνεργάτη. Μετά τον πόλεμο συνέχισε να έρχεται στην Ελλάδα και εννοείται πως στο πάλκο δεν τον πρόλαβα, όμως δικοί του ήταν δύο από τους πρώτους δίσκους των 78 στροφών, που αγόρασα για την παιδική μου δισκοθήκη. Τότε, ο Μπιάνκο και η ορχήστρα του, πρέπει να είχαν παίξει στο Green Park της οδού Μαυροματαίων. Στο απόσπασμα από το αφιέρωμά μας στον Αλέκο Σακελλάριο που θα δείτε, ο Στέλιος Φωτιάδης φρόντισε την ορχήστρα, ο Λάκης Καλύβας τη φωτογραφία, ο Βασίλης Μπουντούρης είναι ο σκηνοθέτης.