Μια συνέντευξη του στο Βήμα το 2016, στην Έρη Βαρδάκη, ο Μίμης έφυγε λίγες μέρες πριν γίνει 100 ετών
Εξω από την πόρτα του γραφείου του μια ταμπέλα αναγράφει: «Μη με ενοχλείτε. Είμαι ήδη ενοχλημένος». Την παραβλέπω, χτυπώ και ο Μίμης Πλέσσας με υποδέχεται στο ισόγειο του σπιτιού του. Τρία πιάνα δεσπόζουν, μαζί με δεκάδες φωτογραφίες και βραβεία. Δίπλα του βρίσκεται η σύζυγός του, Λουκίλα Καρρέρ. Δεν δείχνει κουρασμένος. Τι κι αν το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει παίζοντας πιάνο στη σκηνή του Μικρού Παλλάς με τη συντροφιά του Κώστα Χατζή; Με την ευγένεια του παλιού τζέντλεμαν, μου ζητάει να καθίσω στον καναπέ και αρχίζει να ξετυλίγει μπροστά μου τις σελίδες της ζωής του. Τότε που η Δανάη, η μούσα του Αττίκ, τον πήρε από το χέρι, παιδί ακόμη, τον πήγε στην Ελληνική Ραδιοφωνία και στα 15 του χρόνια χρίστηκε ο πρώτος σολίστας ελαφράς μουσικής, τότε που ο θρύλος της τζαζ, ο Κόλμαν Χόκινς, ακούγοντάς τον να παίζει πιάνο, του είπε ότι μάλλον έχει κάποιο πρόβλημα με το αίμα του, εννοώντας ότι θα έπρεπε να έχει γεννηθεί μαύρος.
Στον έλληνα συνθέτη, όμως, δεν αρέσει να παρελθοντολογεί. Κοιτάζει κατάματα το μέλλον. Κάποια στιγμή θα αποφανθεί: «Αν με ρωτούσες πριν από χρόνια, πίστευα ότι η ζωή μου, σε αυτή την ωριμότητα που έφτασα, θα ήταν πλέον παρελθόν και ότι η τέχνη μου θα απασχολούσε το μέλλον. Και όμως δεν είναι έτσι, γιατί εγώ εξακολουθώ να υπάρχω, να βγαίνω το βράδυ να παίζω, και κάθε βράδυ να παίζω μάλιστα και αλλιώτικα».
Κύριε Πλέσσα, έπειτα από 60 χρόνια βρίσκεστε ξανά με τον Κώστα Χατζή, στη σκηνή του Μικρού Παλλάς. Αλήθεια, την πρώτη σας συνάντηση τη θυμάστε; «Ο Κώστας μου, ο Κωτσούλης μου. Θυμάμαι είχε έρθει ένα παιδί στο σπίτι μου και μου ζήτησε να τον ακούσω. Ηχησε στο δωμάτιο αυτή η παράξενη, βαθιά χροιά του. Του είπα «Εσύ θα μείνεις σπίτι μου, θα ακούς αυτά που λέω στους άλλους, γιατί με το φυσικό ταλέντο σου και την ευαισθησία που έχεις θα κάνεις πολλά πράγματα στη ζωή σου». Του έδωσα τα κλειδιά του σπιτιού μου, να τρώει, να πίνει, να κοιμάται. Στην ταινία «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» του 1961 τον έβαλα και τραγούδησε το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Φορούσε, θυμάμαι, ένα δανεικό κοστούμι του Γιάννη Φλερύ. Ηταν κίτρινο και του ερχόταν ως το γόνατο, γιατί ο Κωστής ήταν ψηλό παλικαράκι. Ευτυχώς που η ταινία ήταν ασπρόμαυρη και το ιερό τέρας της κινηματογραφίας μας, ο Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, φρόντισε να κάνει το γύρισμα με τρόπο ώστε αυτό να μη γίνεται αντιληπτό».
«Κι Εζησα προσπαθώντας να μην πληγώσω τη Σιωπή» γράφετε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου «Μίμης Πλέσσας: Ενας δρόμος, χίλιες νότες» (εκδ. Αγκυρα) του Μάκη Δελαπόρτα. Ενας άνθρωπος που έχει ζήσει μέσα στις νότες πώς είναι δυνατόν να το λέει αυτό; «Η σιωπή είναι μάνα γεννήτρα της έμπνευσης. Πώς θα τολμούσα εγώ να πληγώσω τη γεννήτρα της έμπνευσής μου ή της έμπνευσης της δικής σας, που καλούμαι εγώ ως καλλιτέχνης να υπηρετήσω; Τι καλύτερο, λοιπόν, από το να προφυλάξω τη σιωπή και να εξακολουθώ να τη σέβομαι περισσότερο από τη φασαρία που κάνουν οι επιτήδειοι».
Υπάρχουν πολλοί επιτήδειοι σήμερα στο ελληνικό τραγούδι; «Εχω μιλήσει για τα υβρίδια. Μια μελωδία του Χατζιδάκι, ένα ρεφρέν του Πλέσσα, κάτι από τον Χατζηνάσιο και πάει λέγοντας. Κακές χειροτεχνίες που παραμένουν πάντα χειροτεχνίες. Πιστεύω, πάντως, ότι η νέα γενιά, τα εγγόνια μας, κουβαλώντας και το DNA μας, θα φτάσουν κάποια στιγμή να αναγνωριστούν μεταξύ τους, να παραμερίσουν το εγώ και να αποκτήσουν μια εξίσου ισχυρή φωνή. Και τότε θα δούμε ποιοι θα αποτελέσουν το τραπεζομάντιλο των υβριδίων και ποιοι την ιερά σινδόνη».
Την πρώτη επαφή σας με το πιάνο τη θυμάστε; «Την πρώτη επαφή με την ασπρόμαυρη ερωμένη μου; Είχε πεθάνει η γιαγιά μου, η Αθηνά, από την πλευρά της μητέρας μου. Μοσχοβολούσε, θυμάμαι, αλλά ήταν και πολύ αυστηρή. Είχα και την άλλη μου γιαγιά, την Ανδριάνα, από τη Ζάκυνθο, η οποία μας έφτιαχνε φρυγανιές με λάδι και με ζάχαρη. Είχε πεθάνει, λοιπόν, η γιαγιά η Αθηνά, και τότε τα μικροαστικά σπίτια πενθούσαν σφραγίζοντας το ραδιόφωνο, κρεμώντας σεντόνια στους καθρέφτες. Είχαμε πιάνο στο σπίτι, γιατί η μητέρα μου, η Ελένη, ήταν… κλειδοκυμβαλούσα και άδουσα νεανίς. Επαιζε με μεγάλη τρυφερότητα. Οταν την άκουγα, βρισκόμουν σε άλλους ουρανούς. Ημουν έξι ετών όταν χάθηκε η γιαγιά. Μια ημέρα έμεινα μόνος στο σπίτι. Πλησίασα το πιάνο, το οποίο ήταν και αυτό ασπροδεμένο, λόγω πένθους. Ανοιξα τα κορδελάκια και έκανα την εξής συγκλονιστική ανακάλυψη: πιέζοντας τα πλήκτρα προς τα δεξιά ο τόνος γινόταν οξύτερος, πιέζοντας προς τα αριστερά, βαθύτερος. Χωρίς να το θέλω, μόνο με αυτή τη γνώση, με τα μικρά μου χέρια, όταν τελείωσε το πένθος, μπορούσα να αναπαράγω οτιδήποτε άκουγα».
Χωρίς να γνωρίζετε καθόλου νότες; «Εξακολουθώ να μη γνωρίζω ούτε μία νότα. Είμαι αυτοδίδακτος και χαίρομαι να το λέω, επειδή ως αυτοδίδακτος έχω διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και έχω πάρει τα μεγαλύτερα διεθνή βραβεία».
Και όμως, αρχικά σπουδάσατε χημεία και όχι μουσική… «Ακόμη και σήμερα, δεν ξεχνώ εκείνα τα αγριεμένα μάτια της μητέρας μου όταν της ανακοίνωσα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική. «Ευχή και κατάρα των γονιών σου μη γίνεις μουζικάντης» μου είπε».
Τη χάσατε πρόωρα. Αν ζούσε περισσότερο να σας καμάρωνε, θα μετάνιωνε για εκείνα τα λόγια της φαντάζομαι… «Προκειμένου να μετάνιωνε και να λυπόταν η μητέρα μου, ας μην έκανα οτιδήποτε τελικά έκανα στη μουσική. Την έχασα όταν πήρα το πρώτο μου άριστα στο πανεπιστήμιο. Ηταν Κατοχή, υπήρχε μεγάλη πείνα, και εκείνη είχε καταφέρει να βρει λίγο αλεύρι για να κάνει μια πίτα, ώστε να ευχαριστήσει τον γιο της που γυρνούσε από τις πρώτες του εξετάσεις. Τη βρήκα στην κουζίνα. «Mανούλα μου, αρίστευσα» της είπα και την αγκάλιασα. Λιποθύμησε στα χέρια μου. Ετσι την έχασα…».
Στην Κατοχή βασανιστήκατε από τους Γερμανούς και με την Απελευθέρωση βρεθήκατε στην Αμερική για να αγοράσετε μηχανήματα για την οικογενειακή επιχείρηση. Εκεί γνωρίσατε μια μουσική αποθέωση… «Συγχωρήστε με. Θα σας κάνω μια μικρή διόρθωση. Λέτε «Γνώρισα την αποθέωση». Δεν το καταλάβαινα τότε. Ολα τα πράγματα που έγιναν ήταν το φυσικότερο πράγμα να μου συμβούν, καθώς αυτά που ήθελα εγώ να κάνω ήταν πάντα αυτά που μου ζητούσαν οι άλλοι να κάνω. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τι εννοώ. Θυμάμαι ότι με την παράκληση ενός πολύ αγαπημένου προτεστάντη ιερέα βρέθηκα στο Σεντ Πολ της Μινεάπολης. Εκεί μου ζήτησε να παίξω ένα κομμάτι σε μια γιορτή. Και το έπαιξα με μεγάλη λύσσα φαίνεται, γιατί είχα καιρό να ακουμπήσω την ασπρόμαυρη ερωμένη μου. Το επόμενο πρωί άκουσα ένα σούρσιμο κάτω από την πόρτα του δωματίου όπου κοιμόμουν. Ηταν το φύλλο μιας εφημερίδας. Εγραφε «Dimitri Plessas, king of the balκan jazz wins first price in varsity show». Τι ήταν το βραβείο; Μια υποτροφία τεσσάρων ετών για μουσικές σπουδές, εισιτήρια ελεύθερης πρόσβασης για οποιαδήποτε μουσική σκηνή της Αμερικής, ένα στυλό και ένα μολύβι. Και ξέρετε τι έκανα με το θράσος του 25χρονου αγοριού; Φορώντας ένα καλοκαιρινό κοστουμάκι, ενώ οι θερμοκρασίες ήταν υπό το μηδέν, χτύπησα την πόρτα του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Μινεάπολης, του διδάκτορος Πάσερ. Ηταν ένας άνδρας ψηλός, με φαρδύ στήθος και στεντόρεια φωνή. «Kύριε πρύτανη, είμαι εγώ που κέρδισα την υποτροφία» του είπα. «Και σας ζητώ να την αλλάξετε, καθώς εγώ μουσική δεν ξέρω. Χημεία γνωρίζω». Γέλασε τόσο δυνατά που νόμισα ότι θα έσπαγε ο φεγγίτης και θα πεθαίναμε από το κρύο μέσα στο γραφείο του. «Δημήτρη», είπε, «αν ξέρεις τόσο καλή Χημεία όσο παίζεις πιάνο, εγώ ο ίδιος θα σε πάω στο καλύτερο πανεπιστήμιο να πραγματώσεις εκεί τη διδακτορική σου εργασία». Το είπε και το έκανε».
Εκείνη η κουβέντα της μητέρας σας σάς κυνηγούσε λοιπόν… «Ναι. Η σχέση μου μαζί της ήταν το κάτι άλλο. Και ήταν τόσο όμορφη, ξέρετε, η μητέρα μου. Αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα πώς ήταν, κοιτάξτε την κόρη μου, την Ελεάνα. Είναι ίδιες. Εξακολουθώ να διερωτώμαι τι καλό μπορεί να έχω κάνει στη ζωή μου για να αξίζω τέτοια δώρα. Και όμως, χρειάστηκε να περάσω και κάποιες απαξιώσεις…».
Γιατί το λέτε αυτό; «Σήμερα δεν μπορείτε να το καταλάβετε γιατί βλέπετε αυτό το προσκύνημα και το θυμιατό. Υπήρχε ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτός ο σημαντικότατος συνθέτης ο οποίος έφτανε να σηκώσει το τηλέφωνο για να γίνει αυτό που ήθελε. Τέτοια ήταν η φιλία του με τoν Κωνσταντίνο Καραμανλή και την Ελένη Βλάχου. Και από την άλλη, υπήρχε ο μέγιστος Μίκης Θεοδωράκης που έφθανε να σηκώσει το αριστερό του χέρι και με τον παλμό και την ορμή του αρκούσε και μόνο να διαβάσει εφημερίδα και αυτό να γίνει είδηση. Ο Πλέσσας δεν ανήκε ούτε στην Αριστερά, ούτε στη Δεξιά, ούτε στο Κέντρο. Ημουν με όλους. Μου τηλεφωνούσε, για παράδειγμα, ο Μίκης. Μου έλεγε «Δεν μπορώ, είμαι στη Ζάτουνα, πήγαινε να παίξεις για τους Λαμπράκηδες». Πήγαινα και έπαιζα…».
Γνωρίζω ότι με τον Μίκη Θεοδωράκη σάς συνδέει βαθιά φιλία και συναντιέστε τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο. Με τον Μάνο Χατζιδάκι υπήρξατε φίλοι; «Ναι. Θα σας διηγηθώ ένα αστείο περιστατικό. Με ρωτάει μια ημέρα ο Μάνος ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. «To ‘Ηταν καμάρι της αυγής’. Ενα δικό σου» του απάντησα. «Γιατί;» με ρωτά. «Γιατί είσαι ο πρώτος συνθέτης στον κόσμο που μεταχειρίζεσαι τις ελάσσονες αρμονίες τη μία μετά την άλλη ανάποδα» του εξηγώ. «Δηλαδή;» με ρωτά. Κάθομαι στο πιάνο, του το παίζω και καταλαβαίνει. Τον βλέπω να συγκινείται, να μαζεύεται, και τελικώς μου λέει: «Καλά, καλά. Ασε τα δικά μου. Από αυτά τα ξένα που παίζεις εσύ πες μου». Eκείνη την εποχή ήταν μεγάλη επιτυχία το τραγούδι «Fly Μe to the Μoon». Toυ το παίζω στο πιάνο και δεν περνάνε 20 ημέρες και ακούω τη Δήμητρα Γαλάνη να τραγουδάει το «Αγάπη μέσα στην καρδιά». Τον παίρνω στο τηλέφωνο και του λέω περιπαικτικά: «Bρε άθλιε! Το έκλεψες;». «Oχι, μου ήρεσε» απάντησε. Ο Μάνος είχε το θάρρος να το κάνει».
Είχατε την ευκαιρία να μείνετε στην Αμερική. Μετανιώσατε που γυρίσατε; «Καθόλου. Μου είχε γίνει μια πρόταση από τη United Artists, μια μεγάλη κινηματογραφική εταιρεία, για επταετές συμβόλαιο. Τότε είχα φύγει στην Αμερική έχοντας τάξει στον Φίνο ότι θα γυρίσω για να γράψω μουσική για την ταινία «To θύμα» (1969) με τον Κώστα Βουτσά. Συνεπής μέχρι απελπισίας, παίρνω τηλέφωνο τον Φίνο και του λέω για την πρόταση. Θυμάμαι το ξενοδοχείο που έμενα ήταν απέναντι από το Σέντραλ Παρκ. Κλείνω το τηλέφωνο, βάζω ένα σακάκι και βγαίνω στο πάρκο. Οπως θα έκανε κάθε Ρωμιός, κοιτάζω ψηλά τον ουρανό και δεν βλέπω τα αστέρια. Πάω να μυρίσω την άνοιξη και μυρίζω πιπί από σκίουρο. Γύρισα στην Ελλάδα».
Εχετε συνδεθεί με τον ελληνικό κινηματογράφο γράφοντας μουσική για δεκάδες ταινίες. Η σχέση σας με τον Γιάννη Δαλιανίδη ποια ήταν; «Εχω γράψει μουσική για 104 ελληνικές ταινίες και έντεκα ξένες. Για εμένα ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν έχει χαθεί. Νομίζω ότι θα σηκώσω το ακουστικό του τηλεφώνου και θα τον ακούσω ξανά να μου γκρινιάζει, ζητώντας πάντα και πιστεύοντας ότι εγώ μπορώ να του δώσω κάτι καλύτερο από αυτό που του έχω δώσει. Πολλές φορές είχε κάνει λάθος στην εκτίμησή του. Αλλά εγώ δεν του είχα χαλάσει ποτέ χατίρι και πάντοτε αυτή η προσπάθεια να κάνουμε κάτι πρωτάκουστο μας έβγαινε τελικά σε καλό. Παράδειγμα; Το τραγούδι «Ανοιξε πέτρα» στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες»».
Δηλαδή; «Αρχικά είχα γράψει το τραγούδι «Πες μου πού πας» για να το τραγουδήσει η Μαρινέλλα. Ευτυχώς δεν πήγε χαμένο, γιατί το είπε η Βίκυ Λέανδρος και έγινε διεθνής επιτυχία. Τέλος πάντων. Ερχεται, λοιπόν, η Μαρινέλλα να τραγουδήσει το «Ανοιξε πέτρα» και επειδή είχε ακούσει για μιούζικαλ και Δαλιανίδη, πίστευε ότι θα έβαζε τουαλέτες και στολίδια και εκείνος τελικά τής φόρεσε τσεμπέρι. Και, ξέρετε, έδωσε αυτή τη συγκλονιστική ερμηνεία τραγουδώντας το κομμάτι μόνο μία φορά. Την επόμενη ημέρα ήταν προγραμματισμένο να κάνει εγχείρηση στις φωνητικές της χορδές».
Το πρώτο σας λαϊκό τραγούδι πώς το γράψατε; «Κατά λάθος. Είχα γράψει για τον Δημήτρη Χορν το «Ποιος το ξέρει», σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη, για το θεατρικό έργο «Ρομανσέρο». O Δημήτρης ήθελε να το ηχογραφήσει, αλλά φυσικά δεν θα μπορούσε ένας Χορν να τραγουδήσει στην ίδια εταιρεία που τραγουδούσαν και οι υπόλοιποι. Ετσι, για χάρη του, ιδρύθηκε καινούργια εταιρεία, με την επωνυμία «Monte Carlo». Eχει έρθει, λοιπόν, στο σπίτι μου για να κάνουμε πρόβα. Το λέει καταπληκτικά το τραγούδι και για να τον πειράξω του λέω: «Θα σ’ το δώσω να το πεις, αλλά με μία προϋπόθεση: από την άλλη πλευρά του δίσκου θα πεις και ένα γύφτικο τσιφτετέλι». Του πέφτει το ουίσκι από τα χέρια. Ο Χορν να τραγουδήσει τσιφτετέλι; «Δηλαδή;» με ρωτά. Αρχίζω να του παίζω τον σκοπό στο πιάνο. Εκείνη τη στιγμή με πλησιάζει ο Πρετεντέρης και μου λέει: «Ρε Μήτσο! Αυτό είναι πολύ πιασάρικο. Για παίξ’ το ξανά». O Xορν, έχοντας συνέλθει από την έκπληξη, μας ρωτάει: «Και τι θα λέει το τραγούδι;». Εκείνη την ώρα ο Πρετεντέρης τού απαντά: «Oι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες…»».
Βγάλατε χρήματα από τη δουλειά σας; «Για την ώρα, δεν έχω εισπράξει δεκάρα από τις επιτυχίες μου. Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να υπογράψω συμβόλαιο αποκλειστικά με μία εταιρεία. Θέλω να πω πως εγώ πότε έκανα μιούζικαλ, πότε έκανα μουσική κωμωδία, πότε δραματικές ταινίες, και συνεργαζόμουν με πολλούς καλλιτέχνες. Πώς να υπέγραφα; Θυμάμαι είχε έρθει ο Στράτος Διονυσίου και μου είχε πει: «Δάσκαλε, μου έδωσες ζωή με το τραγούδι ‘Bρέχει φωτιά στη στράτα μου’ και τώρα μου την παίρνεις πίσω». «Eγώ; Γιατί;» του λέω. «Δεν μου το ηχογραφεί ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος επειδή δεν υπογράφετε συμβόλαιο αποκλειστικότητας μαζί του» μου λέει. Toυ απαντώ: «Αγόρι μου, σ’ το χαρίζω». To ίδιο έγινε και με το τραγούδι «Ανοιξε πέτρα» της Μαρινέλλας. Με ρωτήσατε, λοιπόν, αν έχω βγάλει λεφτά από τη δουλειά μου. Μα πιστεύω ότι θα βγάλω στο μέλλον, είναι η απάντηση που σας δίνω».
Αυτόν τον καιρό με τι καταπιάνεστε; «Ο μεγάλος Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ έγραψε πρελούδια και φούγκες στον κάθε τόνο για να αποδείξει τη σωστότητα του καλοκουρδισμένου κυμβάλου. Εγώ, για να αποδείξω την αλήθεια της επτάφωνης αρμονίας, κάθισα και έγραψα γνωστά τραγούδια ως πρελούδια και φούγκες. Θα μου πεις: «Είσαι τρελός;». Αν δεν είσαι τρελός, δεν κάνεις αυτή τη δουλειά».
Αναφέρατε ότι δεν ανήκετε σε κάποιον πολιτικό χώρο… «Ημουν αριστερότατος τότε που ήσουν είτε αριστερός είτε προδότης, γερμανόφιλος. Πιστεύω, όμως, ειλικρινά ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι τεράστιες αυτές ιδεολογικές τοποθετήσεις είναι ιταμός. Σήμερα, αν με ρωτήσεις τι είμαι, θα σου απαντήσω ότι είμαι Ελλην και ψάχνω για Ελληνες και όχι για δήθεν. Χορτάσαμε από δαύτους».
Εχοντας κάνει τρεις γάμους, τον έρωτα τον έχετε απομυθοποιήσει; «Δεν είστε καλά! Τη «Θεογονία» του Ησιόδου την ξέρετε. Ο Ερως ήταν αυτός που κατάφερε να ταιριάξει το Χάος με τη Νύχτα. Από τη στιγμή που ταίριαξαν αυτοί οι δύο, ο έρωτας παραμένει πάντα έρωτας».
Με τη σύζυγό σας, τη δημοσιογράφο Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα, πώς γνωριστήκατε; «Ηταν στις 13 Δεκεμβρίου, της Αγίας Λουκίας, στη γιορτή της. Εκείνη την εποχή συνεργαζόμουν με τον Γιώργο Κατσαρό στο «Mισέλ». H Λουκίλα είχε έρθει στο κέντρο για να γιορτάσει τη γιορτή της μαζί με τους γονείς της και την αδελφή της. Μάλιστα, η μητέρα της ήταν παιδική μου φίλη. Βλέπω κάποια στιγμή τον Γιώργο Κατσαρό, που τη γνώριζε, να κατεβαίνει στο κοινό και να της παίζει στο αφτί με το σαξόφωνό του το τραγούδι «Η πρώτη μας νύχτα». Μετά το τέλος του προγράμματος, της λέω: «Ξέρετε, το τραγούδι που σας έπαιξε ο κύριος Κατσαρός είναι δικό μου». «To ξέρω, κύριε Πλέσσα» μου απαντά. «Αλλά περίμενα να ακούσω περισσότερα δικά σας τραγούδια στο πρόγραμμα» συμπληρώνει. «Oχι, κορίτσι μου» της λέω. «Τα περισσότερα δικά μου τραγούδια τα παίζω». Για να μου αποδείξει ότι έκανα λάθος, μέσα στις επόμενες ημέρες εμφανίστηκε μπροστά μου με ένα μάτσο κασέτες. Πραγματικά, όχι για να της κάνω τον έξυπνο, εγώ δεν θυμόμουν ότι όλα αυτά τα τραγούδια που μου παρουσίασε ήταν δικά μου. Και μέσα από τη Λουκίλα γνώρισα ξανά το ρεπερτόριό μου».
Στον Θεό πιστεύετε; «Ούτε η επιστημονική μου γνώση ούτε η καλλιτεχνική μου ιδιοσυγκρασία μού επιτρέπουν να πάρω θέση, από φόβο ότι μπορώ να επηρεάσω είτε αυτούς που θέλουν να πιστέψουν και πιστεύοντας πετυχαίνουν είτε αυτούς που δεν πιστεύουν και μη πιστεύοντας πετυχαίνουν».
Χημεία συνεχίζετε να διαβάζετε, κύριε Πλέσσα; «Φυσικά. Κατ’ αρχάς με συνδέει μια τεράστια φιλία με τον Δημήτρη Νανόπουλο. Περνάμε μαζί την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, της γιορτής μας δηλαδή, όταν έρχεται από την Αμερική. Ξέρει πως όταν επιστρέφει στην πατρίδα του κάποιος θα καταλάβει αυτά τα σπουδαία που κάνει και αυτός είναι ο Μίμης. Μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της ζωής μου ήταν όταν ο Δημήτρης Νανόπουλος με κάλεσε και με βράβευσε εκ μέρους της Ακαδημίας Αθηνών για την προσφορά μου στον πολιτισμό. Το πάθαμε και αυτό!».
Μίμης Πλέσσας – Κώστας Χατζής, «Η μεγάλη συνάντηση»: Μικρό Παλλάς (Αμερικής 2), 14, 15, 21 και 22 Νοεμβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016