Έτσι απλά, μία από τις καλύτερες δουλειές του Βορειοιρλανδού ήρωα της κιθάρας
Το Wild Frontier αποτελεί τη θρυλική εκείνη στιγμή όπου όλα τα στοιχεία της πολυσχιδούς μουσικής προσωπικότητας του Gary Moore συνδυάστηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως ποτέ ξανά, τουλάχιστον σε κάποια από τις rock προσεγγίσεις του. Πρόκειται για ένα album αψεγάδιαστο, με πεντακάθαρη και ογκώδη παραγωγή που αναδεικνύει στο έπακρο μέχρι και την τελευταία νότα. Ο άνθρωπος πίσω από τον ήχο του album είναι (κατά κύριο λόγο) ο Peter Collins, υπεύθυνος για την ηχητική στροφή των Rush στα Power Windows και Hold your Fire, στροφή που ξένισε τους οπαδούς τους, ωστόσο στο Wild Frontier του Moore η εν λόγω προσέγγιση είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Ο Gary Moore παίζει στα δάχτυλα (pun intended) κάθε είδος με το οποίο καταπιάνεται, δίνοντας μας τουλάχιστον 5 ή 6 κλασικά τραγούδια, σε ένα δίσκο που έχει συνολικά 8. Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στον πρόσφατα εκείνη την εποχή αποθανόντα Phil Lynott, η απώλεια του οποίου σε συνδυασμό με την πρόσφατη (τότε) επίσκεψη του Gary Moore στην πατρίδα του το Belfast, έχει άμεση επιρροή στο ηχητικό αποτέλεσμα του δίσκου και στην όλη Κέλτικη ατμόσφαιρα.
Ένα αθάνατο Over the Hills and Far Away να παραπέμπει στις θρυλικές μέρες του Black Rose των Thin Lizzy, το The Loner να κερδίζει άνετα μια θέση στα καλύτερα ορχηστρικά blues τραγούδια, το ομώνυμο στιβαρό Wild Frontier να δικαιολογεί την ονοματολογία του δίσκου και φυσικά, το ανεπανάληπτο Thunder Rising να περικλείει όλη την ενέργεια και το συναίσθημα του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, μέσα από μια αλληλουχία κιθαριστικής ομοβροντίας, σπαρακτικών φωνητικών και ενός ανεπανάληπτου μεσαίου μέρους. Η σύνθεση του εν λόγω δίσκου, με τη συμπλήρωση του Eric Singer για την επικείμενη περιοδεία (λίγο πριν δημιουργήσει τους Badlands με τους Jake E. Lee και Ray Gillen) ήταν η καλύτερη ίσως σύνθεση της προσωπικής μπάντας του Gary Moore, κάτι που επιβεβαιώνει και το θρυλικό live της Στοκχόλμης, όπως ξέρουν οι τυχεροί κάτοχοι του εν λόγω VHS. Ένα album κανονικό κειμήλιο.
Το οποίο με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στο εξίσου καλό, αν και φανερά πιο εμπορικό After the War. Στη συνέχεια ο Moore αποφάσισε να πλοηγηθεί στους blues ωκεανούς, αφήνοντας το ροκ στην άκρη. Μεγαλούργησε και εκεί με δίσκους όπως τα Still got the Blues και After Hours μεταξύ άλλων. Γενικότερα επρόκειτο για έναν καλλιτέχνη ο οποίος μπορούσε κάλλιστα να μεγαλουργήσει, με όποιο είδος μουσικής και αν καταπιανόταν. Είχε ακόμα πολλά να προσφέρει, έφυγε νεότατος στην ηλικία των 58 ετών, το 2011.