Πρώτο μυθιστόρημα της Jhumpa Lahiri που κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου. Το ιδιαίτερο στοιχείο που πρέπει να γνωρίζουμε ως Έλληνες αναγνώστες είναι ότι το τρίτο αυτό μυθιστόρημα της συγγραφέα γράφτηκε στα Ιταλικά.
Η συγγραφέας αποφάσισε να ζήσει στην Ρώμη για να βελτιώσει την ομιλία της στην ιταλική γλώσσα ενώ προσπαθεί με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από μια γλώσσα που τη σημάδεψε μεγαλώνοντας και δεν είναι άλλη από τα Αγγλικά. Κι έπειτα το ερώτημα είναι μιας και το βασικό χαρακτηριστικό της συγγραφέα είναι η πολυγλωσσία της, ποια γλώσσα θεωρεί μητρική;
Την απάντηση στο ερώτημα έδωσε η Lahiri σε συνέντευξή της λέγοντας πώς δεν γνωρίζει καλά τη γλώσσα καταγωγής της, δεν ξέρει πώς να διαβάσει ή πώς να γράψει καλά γεγονός που την καθιστά αυτόματα ξένη. Κι αυτά τα λόγια της Lahiri αποτελούν μια γενική διαπίστωση για τη γλωσσική κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλοί μετανάστες στις χώρες παραμονής τους καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και οι κόλποι της κοινωνίας δεν φροντίζουν για τη διατήρηση των πολιτισμικών στοιχείων τους.
Το μυθιστόρημα της Lahiri απαρτίζεται από 46 κεφάλαια που το καθένα αφορά και μια διαδρομή, όλα όμως έχουν έναν κοινό άξονα τη γνωριμία του εαυτού και τη μοναξιά.
Η συγγραφέας παρουσιάζει στις σελίδες της τις διαδρομές μιας ηρωίδας που δεν γνωρίζουμε το όνομά της, την ηλικία της τη βρίσκουμε κατά προσέγγιση, ενώ αυτό που δίνεται μονάχα είναι η επαγγελματική της ιδιότητα. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζονται και τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Κανένα δεν συστήνεται, κανένα δεν περιγράφεται. Στόχος της Lahiri είναι ο αναγνώστης να μείνει πιστός στις σκέψεις της ηρωίδας, να κατανοήσει τη ψυχοσύνθεσή της και τη βασική ανάγκη της που δεν είναι άλλη από τη γνωριμία του εαυτού της.
Η μοναξιά είναι το βασικό συστατικό τον ιστοριών της συγγραφέα. Σε κάθε κεφάλαιο δεν χάνει την ευκαιρία φανερά με τη χρήση λέξεων/ φράσεων να δηλώσει τη μοναχικότητά της ή κρυφά με την περιγραφή του φόβου που προκαλεί η μοναξιά. Η ηρωίδα της νιώθει μόνη. Οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφεται είναι άγνωστοι. Η καθημερινότητά τους και οι συνήθειές τους έχουν δημιουργήσει μια τυπική απρόσωπη γνωριμία. Η ηρωίδα της είναι μόνη. Περπατά χωρίς παρέα, γευματίζει χωρίς παρέα, ταξιδεύει χωρίς παρέα, περνά μέρες διακοπών μόνη κι όλες αυτές οι συνήθειες καταλήγουν σε έναν φόβο πως το μέλλον θα τη βρει χωρίς σύντροφο, χωρίς την ευεργετική σκιά ενός ανθρώπου.
Η γραφή της Lahiri είναι απλή και λιτή. Αγαπά τις μετρημένες περιγραφές, τους παραλληλισμούς, τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις προκειμένου να μεταδώσει το μήνυμά της στον αναγνώστη. Η υιοθέτηση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης παρέχει εξομολογητικό χαρακτήρα, καλλιεργεί κλίμα οικειότητας με τον αναγνώστη.
«Ενώ καταπίνω τις απώλειες, τις συμφορές, συνειδητοποιώ ότι το νερό στη
πισίνα δεν είναι πια τόσο καθαρό. Έχει μέσα του πόνο και αγωνίες, έχει μολυνθεί. Και με το που βγαίνω στην επιφάνεια, με κυριεύει μια ακαθόριστη
ταραχή. Όλα εκείνα τα βάσανα δεν γλιστρούν μακριά, σαν το νερό που κάθε
χώνεται στο αφτί, αντίθετα πάνε και φωλιάζουν στην καρδιά, μπήγονται σε
κάθε γωνιά του κορμιού μου».
Η αφήγηση των ιστοριών και των εμπειριών της ηρωίδας φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με θέματα αυτογνωσίας, μεταμόρφωσης, εξέλιξης και επικοινωνίας. Κλείνοντας το βιβλίο αντιλαμβάνεται ότι ο σύγχρονος κόσμος ζει σε ένα πλαίσιο απρόσωπο και απομονωμένο μολονότι φοβάται τη μοναξιά.