Το Μοντεβιδέο είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Enrique Vila- Matas που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Νάννας Παπανικολάου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου η πραγματικότητα συναντάται με τη φαντασία, ένα μυθιστόρημα που φανερώνει την ανάγκη του συγγραφέα να αναζητήσει το συγγραφικό του στυλ.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι συγγραφέας, έχει γράψει ένα βιβλίο την περίοδο που βρισκόταν στη Μελίγια τιτλοφορούμενο Νεπάλ. Μετακομίζει στο Παρίσι όπου εγκαταλείπει το γράψιμο και ξεκινά το εμπόριο ναρκωτικών. Επόμενη στάση του είναι η Βαρκελώνη όπου συνεχίζει να γράφει σαν να μην πέρασε μια μέρα.
«Και να με επέστρεψα. Ξανακάθομαι μπροστά στο γραφείο μου, λες και τρία χρόνια δεν ήταν τίποτα. Αφήνω πίσω τα ξεσπάσματά μου εναντίον του αφηγήσιμου, εναντίον του αφηγηματικού, εναντίον του αφηγημένου, εναντίον των πλοκών».
Ξεκινά τα ταξίδια πρώτα στο Κασκάις, μετά στο Μοντεβιδέο όπου ο Cortázar είχε γράψει μια ιστορία που λάμβανε χώρα σε ένα μικρό ξενοδοχείο με το όνομα Θερβάντες. «Η κρυμμένη μεσόπορτα» του Cortázar ανοίγει περιπέτειες στον ήρωα καθώς ακόμη ένας συγγραφέας ο Casares είχε γράψει μια ιστορία που διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο…Η περιέργειά του θα τον οδηγήσει εκεί και θα θελήσει να βρει την απάντηση για αυτήν την κρυφή πόρτα του δωματίου…
Ως αναγνώστρια δεν εντυπωσιάστηκα τόσο από την ιστορία όσο από τις αναφορές του Vila- Matas στη λογοτεχνία και στους δημιουργούς της απαριθμώντας και ερμηνεύοντας τις πέντε αφηγηματικές τάσεις:«
Η τάση όσων δεν έχουν τίποτα να διηγηθούν.
Η τάση όσων επίτηδες δεν αφηγούνται τίποτα.
Η τάση εκείνων που διηγούνται τα πάντα.
Η τάση όσων περιμένουν κάποια μέρα τα πάντα να τα πει ο Θεός, ακόμα και το
γιατί είναι τόσο ατελής.
Η τάση αυτών που έχουν παραδοθεί στην εξουσία της τεχνολογίας, η οποία
φαίνεται να μεταγράφει και να καταγράφει τα πάντα, με αποτέλεσμα να
αχρηστεύει τη δουλειά του συγγραφέα.»
και με την καταληκτική του αναφορά στο Βολταίρο «το μυστικό για να κάνεις κάποιον να βαρεθεί είναι να του διηγηθείς τα πάντα».
Έπειτα, οι στοχασμοί αναφορικά με την ασάφεια που απασχολεί το συγγραφέα οδηγεί τον αναγνώστη στο προβληματισμό καθώς αποτελεί μια έννοια που δεν αφορά μονάχα τη λογοτεχνία αλλά και τον κόσμο γενικότερα.
«Μετά πρόσθεσε πειθόταν ολοένα και λιγότερο για τη σημασία της λέξης «ασάφεια», διότι αν στο παρελθόν τη θεωρούσε αρκετά σαφή έννοια, αίφνης είχε αρχίσει να του φαίνεται όλο και πιο σκοτεινή επειδή τη συναντούσε διαρκώς παντού, ακόμα και όταν δεν το περίμενε».
Οι ενδοκειμενικές αναφορές σε άλλους συγγραφείς όπως ο Ταμπούκι, ο Μέλβιλ, ο Μπολάνιο δίνουν την ευκαιρία στον Vila- Matas να εκθέσει τις απόψεις του ενώ παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια ανάγνωση όπου η πλοκή περιορίζεται και φανερώνεται η σημασία του κλειδιού κάθε πόρτας, που δεν είναι άλλη από την μεταφορά σ’ ένα διαφορετικό λογοτεχνικό τόπο.
Ο Enrique Vila- Matas έγραψε ένα μυθιστόρημα που ξεφεύγει από τη πεπατημένη οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα νέο τρόπο ανάγνωσης που δεν τον εφησυχάζει αλλά του καλλιεργεί διαρκώς τον προβληματισμό.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
O Enrique Vila-Matas (Ενρίκε Βίλα-Μάτας) γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1948. Σπούδασε δίκαιο και δημοσιογραφία, και στα νιάτα του ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί μια διαρκή πρόκληση στις ταξινομήσεις που συνηθίζονται τόσο πολύ στη λογοτεχνία. Στα βιβλία του δεν υπάρχουν όρια μεταξύ μυθοπλασίας, δοκιμίου και βιογραφίας. Είναι μια «καλλιτεχνική κατασκευή» σε συνεχή εξέλιξη, στην οποία συρρέουν τα βιώματά του, οι περιπέτειές του ως αναγνώστη και ως συγγραφέα, καθώς και μια προκλητική και παιχνιδιάρικη διάθεση. Όλ’ αυτά έχουν αποτέλεσμα μια αφήγηση μεταλογοτεχνική και τολμηρή. Ο Vila-Matas επιτρέπει στο γράψιμό του τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία και το βάζει σε περιπέτειες. Όπως λέει ο Θερβάντες: «Για την ελευθερία, Σάντσο, όπως και για την τιμή, πρέπει να διακινδυνεύει ο άνθρωπος τη ζωή του».