Χρήστος Α. Χωμενίδης περιδιαβαίνει τα λογοτεχνικά μονοπάτια εδώ και 30 χρόνια. Το «Σοφό Παιδί» της ελληνικής πεζογραφίας απέδειξε ότι παραμένει παιδί (μόλις εξέδωσε το νέο μυθιστόρημά του και είναι τρομερά χαρούμενος) ενώ -προϊόντος του χρόνου- απεδείχθη και σοφό.
Ήταν Απρίλιος του 1993, όταν ο νεαρός Χρήστος Χωμενίδης ξεφυλλίζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» στο γραφείο, όπου έκανε τη δικηγορική του άσκηση, διάβασε σε μια σελίδα τον τίτλο: «Νέος Καραγάτσης;». Αρχικώς, νόμιζε ότι βρέθηκε κάποιο νέο μυθιστόρημα του Καραγάτση. Το άρθρο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου αναφερόταν όμως στο «Σοφό Παιδί» και τον ίδιο. Σήμερα, μετά από δώδεκα μυθιστορήματα, επιστρέφει με την «Δίκη Σουάρεφ», αισθάνεται όμως, όπως μου λέει, μια γλυκιά αδημονία για να κυκλοφορήσει η «Νίκη» τον Ιούνιο στην Αμερική. Το νέο βιβλίο του αφιερώνεται «Στον Μανούσο, που δεν πρόλαβε να το διαβάσει…».
«Η Δίκη Σουάρεφ» λοιπόν. Ο Εδμόνδος Σουάρεφ είναι ο μεγαλύτερος εν Ελλάδι έμπορος μουσικών οργάνων, ηχητικών μηχανημάτων και εγκαταστάσεων. Ένα χειμωνιάτικο σούρουπο, εμφανίζεται στο γραφείο του εμβληματικότερου εν ζωή ποινικολόγου, του Δημοσθένη Καραμπαλίκη, και ζητά ακρόαση. Τελικώς μιλά με τον Σεραφείμ-Μάκη Σακκά, τον διευθυντή του γραφείου. Του αποκαλύπτει ότι πριν από σαράντα χρόνια δολοφόνησε έναν άνθρωπο! Ζητάει να παραδοθεί στη Δικαιοσύνη. «Αδύνατον να δικασθείτε» του απαντάει ο Μάκης Σακκάς. «Όλα τα εγκλήματα στην Ελλάδα, και τα ειδεχθέστερα ακόμα κακουργήματα, παραγράφονται με την παρέλευση είκοσι ετών...». «Θα δικαστώ. Θα με δικάσετε εσείς!» ανακοινώνει ο Σουάρεφ στον Σακκά.
«Είναι μια αγωνιώδης προσπάθειά μου να συλλάβω τι πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα του 2023. Και πιστεύω ότι το σκηνικό που επέλεξα, το δικηγορικό γραφείο, το κέντρο, είναι σαν καλειδοσκόπιο της Αθήνας. Πιστεύω ότι μυθιστορηματικά το δικηγορείν είναι τρομερά γόνιμο διότι σου δίνει τεράστιες μυθοπλαστικές δυνατότητες. Επειδή οι δικηγόροι είναι από τους πιο εκτεθειμένους ανθρώπους στο ρεύμα της ζωής», μου λέει. Ο κόσμος της μαχόμενης δικηγορίας, μια κυνική και φαρσική ιστορία, που μιλάει για την εξιλέωση, χαρακτήρες με εξαιρετικό τρόπο πλασμένοι μέσα από το γλαφυρό μικροσκόπιο του Χωμενίδη.
«Η μνήμη είναι το κελάρι μας και η φαντασία η μαγική μας χύτρα. Παίρνεις από το κελάρι τα υλικά που χρειάζεσαι, τα ρίχνεις στη χύτρα και μαγειρεύεις ό,τι γουστάρεις», γράφει στο νέο βιβλίο ο Χρήστος Χωμενίδης. Στη χύτρα ρίχνει τις προσωπικές του εμπειρίες, τις ιδέες, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τις εμμονές, τις αυταπάτες και κάθε μέρα αφοσιωμένος και με ευλαβικό τρόπο μαγειρεύει. Έχει την άνεση να το κάνει, έχει τα υλικά… Έχει βουτήξει στη ζωή, την έχει απολαύσει, έχει ζήσει έντονα, έχει περάσει καλές και κακές μέρες. Επιτυχία, αποδοχή, τιμές και προσφάτως το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Νίκη» αλλά και απόλυτη στοχοποίηση, περιθωριοποίηση, μοναξιά, απώλειες και δύσκολες καταστάσεις… Βρέθηκε στο στόχαστρο όταν εναντιώθηκε πεισματικά στον λαϊκισμό κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και πλήρωσε το τίμημα. Έχει διδάξει όμως και αποδείξει από τη δική του πορεία ότι όλοι μπορούμε να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας και ότι κάθε τέλος είναι και μια αρχή…
Είναι ωκεανός γνώσεων και εξαίρετος κοινωνικός παρατηρητής. Θαρρείς πως όλη την ώρα ανιχνεύει ιδέες, συγκρατεί εικόνες, δημιουργεί ήρωες. «Ποιον άνθρωπο θα θέλατε πολύ να συναντήσετε;» τον ρωτώ. «Τους πρώτους ανθρώπους! Ποιοι είναι αυτοί που δάμασαν τη φωτιά; Ποιοι ήταν αυτοί που σκέφτηκαν τον τροχό; Ποιοι ήταν αυτοί που είπαν τις πρώτες λέξεις;». Θα ήθελα να μιλήσω μαζί τους, να μου πουν και να τους πω».
Διασκεδαστικός αφηγητής, πληθωρικός συνομιλητής, κάνει τον χρόνο να κυλά σαν χείμαρρος. Περάσαμε ένα τρίωρο συζητώντας για τη γραφή, τις μαγευτικές ιδιότητές της, τα βραβεία, τη νέα γενιά, την πορεία του, τους συγγραφείς και τις προσωπικότητες που ξεχωρίζει, την ευτυχία, την επιτυχία και φυσικά την πολιτική. Στη συνέχεια ξεκίνησε να μου αφηγείται πώς γνώρισε το 1987, τον Θεόδωρο Πάγκαλο και πολλές ακόμη συναρπαστικές ιστορίες…
Ο Χρήστος Χωμενίδης ελπίζει ότι η πιο ωραία ημέρα της ζωής του δεν έχει ακόμη ξημερώσει και συνεχίζει να ελπίζει πάντοτε στο καλύτερο…
-Πώς αισθάνεστε όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα;
Αισθάνομαι σαν να φτάνω σ’ ένα λιμάνι… Το λιμάνι της Σίφνου συγκεκριμένα, δεν σου κάνω πλάκα! Όταν ήμουν σαν εσένα και για τα επόμενα είκοσι χρόνια, δηλαδή μέχρι τα σαράντα, πέρναγα όλα τα καλοκαίρια μου στη Σίφνο. Υπάρχει ένα βουνό και εκεί που δεν βλέπεις τίποτα ξαφνικά ξεπροβάλλει το λιμάνι. Εμφανίζονται οι Καμάρες και αυτό είναι πολύ ωραίο. Είναι ωραίο διότι θα αρχίσουν οι διακοπές. Αν και εγώ θεωρώ ότι οι διακοπές αρχίζουν από την ώρα που μπαίνεις στο πλοίο (γέλια).
-Σαν να φτάνετε στον προορισμό σας λοιπόν…
Το να γράφεις ένα βιβλίο είναι χαρά. Και τις χαρές πρέπει να τις γεύεσαι. Ειδικά εάν τελειώνοντάς το έχεις την πεποίθηση ότι αυτό που έγραψες δεν απέχει τόσο πολύ απ’ αυτό το οποίο ήθελες να γράψεις. Πάντα υπάρχει μια απόσταση· είναι θολή η ιδέα όταν ξεκινάς και ξέρεις ότι αυτό που τελικώς παραδίδεις είναι πιο χαμηλά απ’ αυτό που αρχικώς ήθελες, αλλά τουλάχιστον να μην είναι πάρα πολύ χαμηλά! Είναι χαρά όταν το ταξίδι ολοκληρώνεται έτσι.
-Και το επόμενο ταξίδι πότε το σκέφτεστε;
Θα μπορούσα να το αρχίσω από τώρα. Αλλά θέλω να κάνω λίγο ρεπορτάζ. Για να γράψω τη «Δίκη Σουάρεφ» επί ένα χρόνο πηγαινοερχόμουν σ’ ένα δικηγορικό γραφείο. Γιατί είμαι της άποψης ότι ένας πεζογράφος πρέπει να ερευνά, να μπαίνει σε βάθος, σε χώρους και σε καταστάσεις. Γιατί τη ζωή σου, τα εσώψυχά σου πόσες φορές θα τα γράψεις; Πάντα εσύ είσαι βέβαια. Οι χαρακτήρες ξεπηδούν από μέσα σου αλλά χρειάζεται έκθεση και τριβή με την πραγματικότητα…
-Η αρχή ή το τέλος είναι πιο ευχάριστο σ’ ένα βιβλίο;
Χωρίς ίχνος υπερβολής, πρέπει να σου πω, ότι όσο γράφω ένα βιβλίο το γράφω συνέχεια. Το γράφω στον ύπνο μου, την ώρα που περπατάω, συνέχεια, δεν φεύγει στιγμή από το μυαλό μου! Όταν κάθομαι δε στον υπολογιστή και το γράφω είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Νιώθω σχεδόν μια ευδαιμονία. Είναι ένα μαγευτικό παιχνίδι. Δύσκολο μεν, μαγευτικό δε.
-Σε τί συνίσταται ακριβώς αυτή η μαγεία;
Είναι οι άπειρες δυνατότητες που σου δίνονται. Έχεις στήσει το σκηνικό, έχεις περιγράψει τους χαρακτήρες και μετά όλα είναι μπροστά σου. Οι χαρακτήρες και το σκηνικό σε οδηγούν εκ των πραγμάτων κάπου. Το πού θα πας είναι άλλο θέμα… Όταν, όμως, γράφεις μια ιστορία κάνεις δυο δουλειές. Αφενός περιγράφεις, αφηγείσαι πράξεις και καταστάσεις, τροπές και ανατροπές, αφετέρου προσπαθείς να βρεις την κατάλληλη γλωσσική έκφραση. Μπλέκονται αυτά μεταξύ τους. Όσο ασχολείσαι με τη γλώσσα και τη διατύπωση τόσο σου δίνονται άλλες αφηγηματικές δυνατότητες και ανάποδα. Εγώ, βέβαια, δεν κάνω πολλές γραφές και μετά τα διορθώνω. Μπορεί να περάσω οκτώ ώρες για να γράψω 500 λέξεις. Αλλά αυτές και θα είναι…
-Πώς νιώθετε ότι το βιβλίο είναι έτοιμο και δεν θέλει ούτε μια λέξη παραπάνω;
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής μού έρχεται η τελευταία σκηνή. Είναι σαν να βάζω μια τελεία και το θέμα είναι το πώς θα φτάσω εκεί… εκεί ξέρω ότι τελείωσε. Το συγκεκριμένο βιβλίο, βέβαια, είναι πάρα πολύ συγκεκριμένα τοποθετημένο στον αθηναϊκό χώρο. Μιλάω για δρόμους. «Η Δίκη Σουάρεφ» μαζί με το «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» καθώς και το επόμενο βιβλίο, το οποίο έχω ήδη σκεφτεί, είναι μια ελληνική τριλογία. Λαχταρώ αφάνταστα να συλλάβω την πραγματική πραγματικότητα! Να αποδώσω στην τριλογία τη χώρα όπως είναι. Αυτό γράφει και ο Ρίτσαρντ Φορντ στο βιβλίο του «Η χώρα όπως είναι». Αυτός είναι ο μυθιστορηματικός μου στόχος. Θα ήθελα, δηλαδή, μετά από τριάντα χρόνια, ή τέλος πάντων όσο αντέξουν τα βιβλία μου, αν διαβάσει κάποιος τη «Δίκη Σουάρεφ» να πάρει μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα του πώς ήταν η Ελλάδα του 2023.
-Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο να έχει μεγαλύτερη απήχηση από ένα άλλο;
Είναι τυχαίο. Δεν έχω ιδέα. Κατ’ αρχάς ύστερα από 13 μυθιστορήματα σχετικοποιείς πολλά πράγματα. Ξέρεις και έχεις δεχθεί ότι κάποιο θα πάει καλά και κάποιο θα πάει λιγότερο καλά. Το βιβλίο μου «Ο κόσμος στα μέτρα του», το οποίο αγαπώ πολύ και είχα βάλει πολλή ψυχή μέσα του, πήγε χειρότερα απ’ όλα. Ίσως ήταν η εποχή, ίσως επειδή εγώ τότε ήμουν ένα καθόλου δημοφιλές πρόσωπο; Αμέσως μετά η «Νίκη» πήγε τρομερά καλά. Από πλευράς κυκλοφορίας είναι δεύτερο μετά το «Σοφό Παιδί». Δεν είχα τέτοιες ελπίδες, ομολογώ, διότι πάλι ήταν ένα βιβλίο που είχε να κάνει έντονα με την πολιτική και η εποχή ήταν περίεργη. Θα μπορούσε να είχε αφήσει αδιάφορο το κοινό.
-Στη «Δίκη Σουάρεφ» κάνατε κάτι διαφορετικό; Δεδομένου ότι στο μεταξύ πήρατε και το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας …
Όχι! Το βραβείο δεν επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο γράφω. Πρώτα απ’ όλα κατά έναν περίεργο τρόπο, ήμουν βέβαιος, ότι όσο ζω δεν θα έπαιρνα κανένα βραβείο. Στοιχημάτιζα ότι δεν θα μου δώσουν ποτέ βραβείο. Αυτή τη στιγμή είμαι εντελώς χορτάτος από βραβεία. Δηλαδή θα θεωρούσα και λίγο άσκοπο να μου δοθεί στην Ελλάδα άλλο βραβείο. Τα βραβεία, ωστόσο, τα παίρνουν τα βιβλία και όχι οι συγγραφείς. Δεν είναι το θέμα αν ο Χωμενίδης αξίζει ένα ακόμη βραβείο αλλά εάν αξίζει η «Δίκη Σουάρεφ» βραβείο για παράδειγμα. Ξέρω ότι θα με κατηγορήσουν ότι αυτό το βιβλίο είναι κυνικό, ωμό, φαρσικό. Ο κόσμος είναι όμως κυνικός, η ζωή είναι φαρσική. Το βιογραφικό του καθενός μας έχει φαρσικά στοιχεία. Ορισμένοι άνθρωποι -ίσως της διανόησης- δεν το καταλαβαίνουν γιατί δεν θέλουν να το δουν και να το αποδεχθούν αυτό. Ίσως και να μην έχουν καν τριβή με τον αληθινό κόσμο. Μ’ αυτό που λέμε πιάτσα.
-Τι σημασία έχουν τα βραβεία για εσάς;
Υπάρχουν δύο λειτουργίες των βραβείων. Η σημαντικότερη είναι ότι δια της βραβεύσεως συστήνει έναν συγγραφέα σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό είναι το πιο ωραίο. Το δεύτερο είναι ότι βραβεύω κάποιον ως αναγνώριση της καλλιτεχνικής πορείας του.
-Θα το ανταλλάζατε με κάτι;
Με πάρα πολλά πράγματα! Με την υγεία μου ή των αγαπημένων μου προσώπων, εάν υπήρχε κίνδυνος. Αυτό που μου λες, το έχω σκεφτεί ως εξής. Πες ότι είσαι 80 χρονών και έχεις δυο φακέλους. Πες ότι είναι σαν τα Όσκαρ. Θα προτιμούσες να έχεις καρκίνο και να πάρεις το Νόμπελ Λογοτεχνίας ή να είσαι υγιής και να μην πάρεις το Νόμπελ; Εγώ θα προτιμούσα να είμαι υγιής και να μην πάρω κανένα βραβείο…
-Πού το έχετε τώρα;
Στο σαλόνι του σπιτιού μου, πάνω στη βιβλιοθήκη. Δεν το έχω περιφρονημένο ούτε όμως και φάτσα φόρα. Δεν φαίνεται και πολύ, βέβαια, γιατί είναι διαφανές. Το μόνο πράγμα που έχω κορνιζάρει είναι η επιστολή που μου είχε στείλει ο Μίκης Θεοδωράκης για τον «Φοίνικα».
-30 χρόνια στα ελληνικά γράμματα… Είναι τιμή αυτό ή βάρος και ευθύνη;
Το βασικό πάντως είναι ότι ζω μέχρι τώρα! Χαρά είναι. Ούτε τιμή ούτε ευθύνη. Συνεχίζω και έχω την πεποίθηση ή την αυταπάτη ότι είμαι στην πιο δημιουργική φάση της πορείας μου.
-Ο επαγγελματισμός δηλαδή δεν έκανε το πάθος να χαθεί;
Αυτό είναι ίδιο και ευτυχώς δεν έχει αλλάξει… Με το που τελειώνω ένα μυθιστόρημα μού έρχεται το επόμενο. Και το αποδίδω στο εξής: από τα 20 μέχρι τα 45 ήμουν πάρα πολύ στη γύρα, σπανίως κοιμόμουν πριν ξημερώσει. Άρα μάζεψα πάρα πολλές εμπειρίες, ήμουν πολύ ανοιχτός και έβλεπα τους πάντες.
-Ήταν και μια συνειδητή επιλογή έμπνευσης;
Το έκανα επειδή είχα μια -και έχω, βέβαια, δεν με έχει εγκαταλείψει- αδηφάγα περιέργεια για τη ζωή…
-Διαφορές ανάμεσα στον Χωμενίδη του τότε και του σήμερα;
Αυτή η περιέργεια που βλέπεις εσύ, ας πούμε, ήταν επί δέκα! Επίσης τότε μπορούσα να κοιμάμαι μέχρι τη μία το μεσημέρι ενώ τώρα δεν μπορώ. Είναι ένα από τα βάσανα της μέσης ηλικίας· ακόμα και αν κοιμηθείς στις 4 τα χαράματα, το πρωί στις 9 θα είσαι ξύπνιος. Επίσης δεν τσαντίζομαι τόσο πολύ όσο παλιά. Θυμάμαι που στην Ε’ Δημοτικού ήμουν επί ένα μήνα έξαλλος με τον οδηγό του σχολικού. Κάτι μου είχε πει το οποίο είχα θεωρήσει προσβλητικό και ήθελα να πάω τη νύχτα να του τρυπήσω τα λάστιχα! Όσο περνούν τα χρόνια όλα αυτά τα αρνητικά και βίαια αισθήματα εξατμίζονται πιο εύκολα. Μια συμβουλή που θα σου έδινα είναι σε όλες τις ανθρώπινες επαφές, πλην μιας, είναι να μετράς μέχρι το δέκα πριν να απαντήσεις…
-Ποια είναι η εξαίρεση;
Οι ερωτικές επαφές. Εκεί πρώτα να φιλάς και μετά να σκέφτεσαι! (γέλια)
-Δίνετε συμβουλές σε νεότερους που σας τις ζητούν;
Αποφεύγω να δίνω. Λέω τη γνώμη μου, εάν μου τη ζητήσουν. Αλλά η γνώμη είναι τι θα έκανα εγώ στη θέση σου, που δεν σημαίνει τίποτα στ’ αλήθεια. Γιατί εγώ δεν είμαι εσύ και εσύ δεν είσαι εγώ! Μου αρέσει να ακούω όμως…
-Με νέους κάνετε παρέα;
Δεν θέλω να είμαι ο μπάρμπας που θα κάτσει με τη νεολαία! (γέλια). Κάνω παρέα, ναι, αλλά μ’ έναν τρόπο προσεκτικό γιατί κινδυνεύεις να γίνεις γραφικός.
-Τι κριτική ασκείτε στη νέα γενιά;
Ασκώ κριτική σ’ αυτούς οι οποίοι γκρινιάζουν. Και σε αυτούς οι οποίοι έχουν αποστηθίσει ένα τροπάριο και το λένε θεωρώντας ότι λένε μεγάλες αλήθειες. Πολλές φορές μάλιστα δεν είναι καν δικό τους και έτσι γίνονται αναμεταδότες μιας σειράς ιδεών που δεν προκύπτουν καθόλου από τη δική τους εμπειρία. Αλλά αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις ηλικίες. Δεν νομίζω ότι η δική σας γενιά ρέπει περισσότερο προς την ξύλινη γλώσσα απ’ ό,τι έρεπαν οι προηγούμενες. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που λένε ένα τροπάριο που κάπου το έχουν ακούσει. Σήμερα μπορεί να είναι η πολιτική ορθότητα, ο σεξισμός, η πατριαρχία και πριν από τριάντα χρόνια να ήταν ο σοσιαλισμός ή άνθρωποι που είχαν ανακαλύψει τον φιλελευθερισμό ή τον νεοφιλελευθερισμό και θα σου έπλεκαν άκριτα το εγκώμιο της Θάτσερ ή του Ρέιγκαν ή ανάποδα θα ήταν της ΚΝΕ… Δεν με ενοχλούν προφανώς τα παιδιά τα οποία απασχολούνται με τα ζητήματα του Me Too. Με ενοχλεί, όμως, να έχεις πάρει έτοιμες απαντήσεις και να τις επαναλαμβάνεις όπου βρεθείς και όπου σταθείς.
-Μπορείτε να φανταστείτε μια κοινωνία που οι μεγάλοι ζητούν συμβουλές από τους νέους;
Δεν νομίζω ότι στις κοινωνίες οι άνθρωποι ζητούν συμβουλές από τους άλλους. Ούτε από μικρούς, ούτε από συνομηλίκους, ούτε από μεγαλύτερους. Ποιος δίνει και ποιος ζητάει συμβουλές;
-Δεν ξέρω ποιος ζητάει πάντως αρκετοί δίνουν…
Εγώ ούτε στην κόρη μου δεν δίνω συμβουλές! Όπως μαθαίνουμε, ως γονείς, τα παιδιά εκπαιδεύονται δια του παραδείγματος. Συμβουλή αποτελεσματική είναι η δική σου συμπεριφορά. Η συμπεριφορά μπορεί να με μάθει κάτι ή να μου δημιουργήσει έναν θαυμασμό ή μια απορία.
-Μπορεί να μη δίνετε συμβουλές, αλλά, υποθέτω, θα θέλατε να ακούγονταν περισσότερο οι απόψεις σας…
Μου έχει συμβεί κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Είμαι ένας λαϊκός συγγραφέας. Με σταματάνε στον δρόμο. Και δεν με σταματάνε επειδή με είδαν στην τηλεόραση, με σταματάνε επειδή διάβασαν κάτι που έγραψα. Και τα βιβλία μου και τα άρθρα μου έχουν μεγάλη απήχηση, σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα. Άρα τι περισσότερο να ζητήσω;
-Η επιτυχία είναι και θέμα τύχης;
Όλα είναι θέμα τύχης. Και η επιτυχία και η αποτυχία. Η τύχη είναι δεσπόζουσα δύναμη στη ζωή. Η τύχη όμως θέλει και ένα έδαφος για να αναπτυχθεί. Θέλει χώμα για να βλαστήσει. Και το χώμα είναι η σκληρή δουλειά. Δια της τύχης μπορείς να ξεγελάσεις μια φορά, ίσως δύο. Δεν μπορείς να ξεγελάς κάθε μέρα. Είναι θέμα χρόνου να σε πάρουν χαμπάρι. Η επιτυχία προϋποθέτει τη σκληρή δουλειά. Αλλά δεν αποκλείει την αποτυχία…
-Αναρωτιέμαι πόσο κοντά είναι η επιτυχία και η αποτυχία…
Άγνωστο. Εσύ πιστεύεις ότι οι παραγωγοί του Χόλυγουντ μπορούν να διασφαλίσουν την επιτυχία μιας ταινίας; Τότε θα έκαναν μόνο επιτυχίες ενώ κάνουν και αποτυχίες. Δεν το κάνουν όμως επειδή βάζουν την ποιότητα πάνω από την εισπρακτική απήχηση. Υπήρχε μια ταινία του Λαρς Φον Τρίερ που λεγόταν «Δαμάζοντας τα κύματα». Αυτή ήρθε στην Ελλάδα για να παιχτεί μια βδομάδα. Έπαιξε όμως τη μισή σεζόν! Κάτι έπιασε, κάπως γίνεται. Κάτι αγκιστρώνει τον κόσμο σε μια ιστορία. Μπορώ να σου πω ορισμένα, όμως, πράγματα που έχουν σημασία για εμένα.
-Όπως;
Ειλικρίνεια απέναντι στο έργο. Να δείχνεις τους ήρωές σου όπως είναι. Να μην τους ωραιοποιείς, να μην τους στρογγυλεύεις. Και φυσικά η τόλμη! Τέχνη, τύχη, τόλμη, όπως έλεγε ο Ελύτης. Δηλαδή να έχεις την ευχέρεια, το οποίο θα μπορούσε να είναι το ταλέντο που λέμε, αλλά ταλέντο χωρίς τύχη και χωρίς τόλμη δεν σε πάει πουθενά. Και χωρίς δουλειά, φυσικά!
-Αν φτάσει κανείς γρήγορα στην κορυφή κινδυνεύει να πέσει και εξίσου γρήγορα;
Κοίταξε, εμένα, αρχικά, μου αρέσει να γράφω. Μου αρέσει να εκδίδω, μου αρέσει να αμείβομαι, μου αρέσει να αρέσουν στους αναγνώστες τα βιβλία μου, μου αρέσει να βραβεύομαι. Αλλά το βασικό είναι ότι θέλω να γράφω. Τα υπόλοιπα είναι παρελκόμενα. Όση δουλειά έριξα για το «Σοφό Παιδί» έριξα και για κάθε ένα βιβλίο ξεχωριστά. Γιατί ήταν κάτι το οποίο μου άρεσε να κάνω…
-Αλήθεια, πώς βρίσκετε τα ονόματα των ηρώων σας; Μπορεί να τους τα αλλάξετε στην πορεία;
Ναι, μπορεί να τα αλλάξω. Σκέφτομαι έναν άνθρωπο και σκέφτομαι ποιο όνομα θα του πήγαινε. Ο Λούσκος είναι ένας γιατρός που είχε συνεργαστεί με τον Τάκη Δουδωνή. Ο Σακκάς έχει ένα κοινό επίθετο αλλά είναι πρωτότυπο το μικρό. Μάκης-Σεραφείμ! Στον «Φοίνικα» ήθελα ένα όνομα που να θυμίζει αδιόρατα τον Σικελιανό αλλά να μην είναι και κοντινό. Ήμουν στη Λήμνο για διακοπές και είδα μια ταμπέλα που έλεγε «Κερκινός». Και λέω «αυτό είναι!». Το όνομα Άννα, που είναι η μαμά της Νίκης, το έδωσα ως μια κίνηση αβρότητας προς την εκδότριά μου Άννα Πατάκη.
-Ένας συγγραφέας κρίνεται και από το πόσες ώρες δουλεύει;
Οι αναγνώστες δεν το ξέρουν αυτό… Μπορεί κάποιος να είναι πολύ εμπνευσμένος, να περπατάει στο δρόμο, να του έρθει κάτι,να το γράψει και να τελειώσει. Ο Αρθούρος Ρεμπώ, νομίζω, έγραφε μέχρι τα 21 και μετά σταμάτησε. Και είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές όλων των εποχών. Ο Καβάφης έγραφε τρία ολιγόστιχα ποιήματα τον χρόνο, και, υποθέτω, ασχολείτο κάθε μέρα με αυτά. Ο Μπαλζάκ έγραφε άλλο μυθιστόρημα το πρωί και άλλο το βράδυ. Υπάρχουν τα πάντα…
-Πιστεύετε ότι η αρχή είναι πιο δύσκολη; Ίσως επειδή οι πιθανότητες αποτυχίας είναι περισσότερες;
Όταν έγραψα το «Σοφό Παιδί» ήμουν ελάχιστα μεγαλύτερος από εσένα. Το 1989, ήμουν 23. Όπως καταλαβαίνεις, ήμουν ελαφρύς με την καλή έννοια. Δεν με απασχολούσε τόσο πολύ το μέλλον. Ήθελα απλώς να το γράψω. Δεν είχα αίσθηση της βαρύτητας των πραγμάτων. Ήταν απλώς το ξεδίπλωμα μιας επιθυμίας και ενδεχομένως μια δυνατότητας.
-Την θυμάστε αυτή την περίοδο;
Το είχα γράψει στο χέρι και μετά το δακτυλογράφησα σε μια γραφομηχανή. Μάλιστα τότε κρατούσα ημερολόγιο. Και όταν τελείωσα έγραψα στο ημερολόγιο: «Σήμερα τελείωσα τη δακτυλογράφηση του Σοφού Παιδιού. Μια μεγάλη ημέρα για τη λογοτεχνία! (χαχαχα)» Αυτοσαρκαζόμουν δηλαδή. Άμα απολαμβάνεις τη ζωή την ίδια, δεν σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, το πώς θα πάνε, πώς θα φανούν στο μέλλον. Απλώς ορμάς.
-Έχετε φτάσει στο πιο ψηλό σημείο της καριέρας σας ή πάντοτε ελπίζετε στο καλύτερο;
Πάντα ελπίζω στο καλύτερο! Κάθε βιβλίο όμως είναι διαφορετικό, δεν υπάρχουν ακριβώς καλύτερα και χειρότερα.
-Μπορεί ένας συγγραφέας να νιώθει σίγουρος για τη δουλειά του;
Έχεις τεράστιο τρακ, η αλήθεια είναι, και είναι πολύ καλό αυτό. Ο καλλιτέχνης όμως ξέρει τι αξίζει το έργο του. Κατά βάθος, νομίζω, ξέρεις τι αξίζεις…
-Προτιμάτε τον αναγνώστη που σας διαβάζει ανελλιπώς από το 1993 ή ένα νέο παιδί που σας ανακάλυψε μόλις;
Όλους τους αγαπώ! Χαίρομαι ιδιαιτέρως όμως και είναι τεράστια τιμή και τύχη που έχω νέους αναγνώστες. Δείχνει, και δεν είναι καθόλου αυτονόητο, ότι έχω μια διείσδυση σε νέους ανθρώπους. Θα μπορούσα να έχω παραμείνει και να απευθύνομαι μόνο σε συνομηλίκους μου και σε μεγαλύτερους. Αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι έχω και νεανικό κοινό.
-Ποιοι άνθρωποι θα θέλατε να διαβάζουν πρώτοι τα έργα σας και να σας λένε τη γνώμη τους;
Άσχετοι άνθρωποι… όχι πολλοί πάντως. Κυρίως φίλοι και οι άνθρωποι που είμαι τις περισσότερες ώρες μαζί τους. Πάντως σίγουρα τους το δίνω να το διαβάσουν μόνοι τους. Είμαι πολύ κακός και βαρετός αναγνώστης. Δεν διαβάζω καθόλου καλά!
-Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Πολλοί συγγραφείς με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ… ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, ο οποίος πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978. Ήταν σπουδαίος συγγραφέας. Οι κλασικοί εννοείται. Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μπαλζάκ, Φλομπέρ. Ένας πολύ καλός Έλληνας συγγραφέας είναι ο Δημήτρης Χατζής. Φυσικά ο Ταχτσής, ο Αλεξάνδρου, ο Καραγάτσης, ο Θεοτοκάς… φοβερό βιβλίο είναι «Η ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη. Ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Μιχαήλ Μητσάκης και ο μέγας Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Από γυναίκες η Πηνελόπη Δέλτα, η Διδώ Σωτηρίου, η Μέλπω Αξιώτη…
-Ποιες προσωπικότητες που έχετε γνωρίσει θα ξεχωρίζατε;
(Σκέφτεται)
Ο άνθρωπος τον οποίο έχω γνωρίσει και με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο ως παρουσία είναι ο Μίκης. Ήταν ένα λιοντάρι. Ένα ανθρωπόμορφο λιοντάρι… Ή ένας λιονταρόμορφος άνθρωπος! Η σωματική του παρουσία, ο τρόπος με τον οποίο κυριαρχούσε μέσα στο δωμάτιο… Ήταν φοβερός πραγματικά. Επίσης μου άρεσε πάρα πολύ ως μυαλό και ως συγκρότηση μολονότι είχε ένα έντονο στοιχείο αυτοκαταστροφής, ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Εκτιμώ πάρα πολύ το μυαλό του Β. Βενιζέλου, που είμαστε και φίλοι. Με είχε γοητεύσει αφάνταστα -και θα την έβαζα μέσα στις πέντε γυναίκες που με γοήτευσαν περισσότερο στη ζωή μου- η Έλλη Παππά, η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη. Ήταν εξαιρετικά ερωτεύσιμη στα 80 της που τη γνώρισα. Από τους παλιούς, έχω γνωρίσει τον Κάρολο Κουν, που ήταν μια βιβλική φιγούρα. Αγαπώ επίσης πάρα πολύ τον Βασίλη Βασιλικό !
-Μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή;
Όταν ήμουν 16 χρονών είχα πάει διακοπές μ’ έναν φίλο μου. Τσακωθήκαμε, εγώ έφυγα με κάτι άλλους και μετά έφυγα και απ’ αυτούς… και ξημέρωνε 3 Αυγούστου του 1983 και γινόμουν 17 χρονών. Ήμουν μόνος μου, καθόμουν σ’ ένα παγκάκι, κάπνιζα και έπινα ένα ουίσκι. Χωρίς κανέναν, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, στη Σαντορίνη. Και αισθανόμουν, Πάρι, ότι η ζωή είναι όλη μπροστά μου· ότι ο κόσμος είναι ένα κόσμημα· ότι είναι μια δροσερότατη φέτα καρπούζι που θα την φάω· ένα θαύμα στο οποίο συμμετέχω! Ένιωθα ότι βρίσκομαι στο κέντρο ενός θαύματος…
-Ποιο είναι το μυστικό για να απολαμβάνει κανείς τη ζωή έτσι;
Δεν καταλαβαίνω αρχικά γιατί να μην το απολαμβάνεις αυτό… αν το αναλύσουμε τώρα θα σου έλεγα ότι μάλλον όταν ήμουν μικρός είχα πάρει πολλή αγάπη, η οποία με είχε κάνει να έχω αυτοπεποίθηση. Αυτό μου επέτρεψε να γίνω, το λέω και για τον Κερκινό στον «Φοίνικα», ένα ηλιοτρόπιο της χαράς. Ένας άνθρωπος που στρέφεται προς τη χαρά. Αν έπρεπε να γραφτεί κάτι στον τάφο μου θα ήταν αυτό: το ηλιοτρόπιο της χαράς.
Ας πάμε λίγο στα πολιτικά… Πιστεύτε ότι θα διαρραγεί το δικομματικό σύστημα στις προσεχείς εκλογές;
Ο δικομματισμός στην Ελλάδα υπάρχει από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Δεν θυμάμαι περιόδους που να μην υπήρχαν δύο πόλοι. Βεβαίως, αν ένα κόμμα μικρότερο, όπως το ΠΑΣΟΚ το 1974, έχει πιάσει ένα momentum, έχει συλλάβει το μέλλον και το έχει εντάξει σ’ ένα πολιτικό πρόγραμμα ή σε μια σειρά από πολιτικά προτάγματα και έχει και έναν ακτινοβόλο ηγέτη, σίγουρα θα μπορεί να διεμβολίσει το πολιτικό σκηνικό. Νομίζω ότι μετά από δυο εκλογικές αναμετρήσεις θα μπορούσε το τρίτο κόμμα να γίνει δεύτερο και μετά πρώτο…
-Αυτό είναι σχόλιο και για το σημερινό ΠΑΣΟΚ;
Μπορείς να το εκλάβεις όπως θέλεις… Θέλει πολλά πάντως, δεν είναι απλό θέμα.
-Η πολιτική σας πρόβλεψη;
Νομίζω, και αυτό είναι η πρόβλεψή μου -δεν μιλάμε για την επιθυμία μου- ότι θα βγει ο Μητσοτάκης στις δεύτερες εκλογές με άνεση, αυτοδύναμος. Αυτή την αίσθηση έχω. Διότι απλούστατα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να βρει τον εαυτό του στο 2012-2015 αλλά αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορείς να χτίσεις νέο σπίτι με παλιά υλικά.
-Η γνώμη σας για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ποια είναι;
Κάθε πολιτική προσωπικότητα, και ειδικά όποιος κυβερνά, έχει στοιχεία Ιανού. Είναι αυτή η φιγούρα που έχει δυο πρόσωπα. Όχι ότι είναι υποκριτής προφανώς… απλώς έχει δυο πλευρές. Θα του πρότεινα, απλώς να έχει ως πρότυπό του τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να βάλει τόσο ψηλά τον πήχη. Να ακούει, αν και ξέρω ότι ο Μητσοτάκης την έχει αυτή την αγωνία, και να προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται μέσα στην κοινωνία. Να ακούει ανθρώπους και κοινωνικές μερίδες που δεν έχουν την ίδια διαδρομή με αυτόν. Ανθρώπους με άλλη διαδρομή και καθημερινότητα, πολύ πιο δύσκολη…
-Την πρωθυπουργική του θητεία συνολικά πώς την αποτιμάτε;
Δεν μπορώ να εκφέρω ασφαλή κρίση. Ήταν τόσο ανορθόδοξες οι συνθήκες υπό τις οποίες κυβέρνησε αυτά τα χρόνια. Δυο χρόνια με πανδημία, η οποία χαλάρωσε τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα μπορεί να του βγήκε και σε καλό θα έλεγε κάποιος. Πιστεύω ότι ο Μητσοτάκης εκκινεί από την γνήσια επιθυμία εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Και αυτό είναι καλό. Θα έλεγα, όμως, ότι χρειαζόμαστε έναν κοινωνικό εκδημοκρατισμό. Να μαχόμαστε δηλαδή για να μην υπάρχουν αποκλεισμοί, να μην αισθάνεται κανείς ότι βρίσκεται καθηλωμένος σε μια κατάσταση, εισοδηματική ή κοινωνική…
-Υποστηρίξατε ποτέ αντιδημοφιλείς απόψεις;
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι το τώρα δεν συγκρίνεται με πριν από δέκα χρόνια. Τότε υπήρχαν φοβεροί κίνδυνοι. Ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες όταν συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά, για να μην μιλήσω για το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015. Εκεί πέρα δεν μπορούσες να μην πάρεις θέση. Τώρα δεν παίρνω τόσο έντονες πολιτικές θέσεις, δεν υπάρχει λόγος.
-Και γιατί το κάνατε;
Γιατί ένιωθα ότι είναι το σωστό! Κινδύνευε η πατρίδα. Οι αντιδημοφιλείς απόψεις του τότε, δικαιώθηκαν σχεδόν στο ακέραιο. Δηλαδή ό,τι λέγαμε έγινε. Άρα νιώθουμε δικαιωμένοι.
-Σας είχα ξαναρωτήσει σε παλιότερη συνέντευξη αλλά πάντοτε κλείνω με την ίδια ερώτηση… Ποια είναι η φιλοσοφία σας για τη ζωή;
Σου έχω απαντήσει τέτοια ερώτηση; (γέλια). Παρ’ ημέραν ζην; Να αντιμετωπίζω με γενναιότητα ό,τι μου συμβεί; Θέλω άρα υπάρχω…
-Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ο Ρένος Αποστολίδης έγραφε «Αφήστε το τελευταίο μπεστέλλερ να παλιώση δέκα χρόνια, να δούμε εάν θα το ξέρει κανείς τότε!». Το στοίχημα του χρόνου είναι τρομερά δύσκολο. Η ανθεκτικότητα των γραπτών του Χωμενίδη έχει αποδειχθεί. Τον απολάμβαναν άνθρωποι που είχαν γεννηθεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τον διαβάζουν παιδιά γεννημένα μετά την αλλαγή της χιλιετίας. Πριν από τριάντα χρόνια άκουσε τη φωνή της καρδιάς του και περπάτησε στην άγνωστη γη της πεζογραφίας. Σαν να ήξερε, όμως, πολύ καλά τι έκανε… Σαν να στρώθηκε μπροστά του ένας δρόμος από το πεπρωμένο και εκείνος τον διέβη με αυτοπεποίθηση και πάθος να ζήσει, να δημιουργήσει. Και τα κατάφερε.
Πηγή: Athens Voice