Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία.
Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτα συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του.
Ακολουθούσε συχνά τις παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.
Αργότερα συμμετείχε κι ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισίπι.
Παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ «Κιντ» Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.
Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες.
Συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα.
Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.
Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του.
Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.
Ένα από τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών...