Η προθήκη του «Πολύδωρος» είναι μια ακτινογραφία της νεολαίας του τότε αλλά και μια «βαθιά» τομή σύγκρισης με την νεολαία του σήμερα

Η προθήκη του «Πολύδωρος» είναι μια ακτινογραφία της νεολαίας του τότε αλλά και μια «βαθιά» τομή σύγκρισης με την νεολαία του σήμερα

 

 

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

Η προθήκη του «Πολύδωρος» είναι μια ακτινογραφία της νεολαίας του τότε αλλά και μια «βαθιά» τομή σύγκρισης με την νεολαία του σήμερα.

 

Η βιτρίνα δεν δείχνει μόνο τι προτείνει η εποχή, οι εταιρείες και ο καταστηματάρχης αλλά και τι άκουγε η νεολαία της μεταπολίτευσης, τον τρόπο που άκουγε, τα μέσα με το οποία αγόραζε, τα κανάλια πληροφόρησης αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που φίλτραρε την μουσική με το μυαλό, τα μάτια, τ’ αυτιά της και τα γεγονότα που επηρέαζαν την κρίση της.

 

Η παρουσία πέντε (5) δίσκων των ΑΒΒΑ σε παράταξη στην βιτρίνα αποτυπώνει την παγκόσμια δυναμική του συγκροτήματος αφού μετά την κατάκτηση της πρώτης θέσης το 1974 στην EUROVISION με το “Waterloo” έχουν εξελιχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο δημοτικότητας και πωλήσεων και όλα αυτά από ένα Σουηδικό γκρουπ μακριά από τις «μεγάλες» δεξαμενές αγορών Αμερικής και Αγγλίας. Η αριστοτεχνικά σαγηνευτική ποπ των ΑΒΒΑ διανθισμένη με χορευτικές μανιέρες ευρωπαϊκής DISCO αλλά και τις αρμονικές διφωνίες των ζευγαριών που παραπέμπουν στα «μαύρα» soul φωνητικά ντουέτα αλλά έτσι δομημένα ώστε να περνούν ισοπεδωτικά όλα τα ηλικιακά γκρουπ ακροατών, πιάνουν στο δίχτυ των πωλήσεων αλλά και στην φάκα της δια βίου μάθησης μουσικής παιδείας με την μέθοδο της επανάληψης, από υπαίθριες πωλήτριες φρούτων στην Νικαράγουα. κυνηγούς άγριου σολομού στην Σουηδία, ευκατάστατους χρηματιστές στο Σίτι του Λονδίνου, οικονομικούς μετανάστες στην Αυστραλία μέχρι και μετανοημένους ιεραπόστολους στα βάθη της Αφρικής.

 

Φυσικά η δική μας νεολαία αλλά και η ελληνική αγορά κάθε άλλο παρά μένει ασυγκίνητη όπως βλέπουμε, αν και εκείνη την εποχή η μεταδικτατορική «επιδημία» του πολιτικού τραγουδιού που έχει ριζώσει στην χώρα αντιστέκεται σθεναρά, με συναυλίες σε στάδια, φεστιβάλ για τους δοκιμαζόμενους αδελφούς Κυπρίους, ηχηρές διαδηλώσεις και πορείες αλλά και με μια αριστερή νεολαία που φαίνεται ν’ αντιστέκεται σε κάθε τι «ξενόφερτο», «αμερικάνικο» και ηχητικά «ξεπεσμένο». Δεν μπορείς όμως να σταματήσεις τον χρόνο, να ακυρώσεις τα γεγονότα, να φρενάρεις την μουσική εξέλιξη και τους νέους που θέλουν να δημιουργούν και ν’ ακούν κάτι λιγότερο συντηρητικό και κατευθυνόμενο, έτσι η νεολαία δεν στρίβει μόνο πολιτικά σε νέους δρόμους αλλά με πλατύ μέτωπο διείσδυσης κάνει στροφή στο ρόκ.

 

Αυτό αποτυπώνεται εύστοχα και σ’ ένα εκτενές άρθρο στο περιοδικό «ΠΟΠ&ΡΟΚ» εκείνης της εποχής με τίτλο «Η παράξενη αγάπη της ελληνικής νεολαίας για το ΡΟΚ»

 

Το ροκ του 1977-1978 κυριαρχεί σε όλες τις αποχρώσεις και τις εκφραστικές του σημαίες καθώς το punk και το new-wave αποκτούν οπαδούς και εκτός Αγγλίας και Αμερικής αν και η εξάπλωση της Disco στην Ευρώπη και στην Ελλάδα βρίσκεται προ των πυλών καθώς η κάψα των Ελλήνων για τον «Πυρετό του Σαββατόβραδου» που θα έρθει σε μερικούς μήνες περνάει ακόμη στα 1977 από τα μπουζούκια του Ζαμπέτα, τα τσιφτετέλια του Λεονάρδου Μπουρνέλη και τα λαικοδημοτικά χαρμάνια του Κώστα Σκαφίδα.

 

Επιστροφή όμως στον «Πολύδωρα» όπου στο μωσαϊκό της βιτρίνας το κραταιό straight-rock των Rolling Stones, The Who, Rainbow και άλλων μάχεται στα ίσα με το υπέρλαμπρο και πολύπλοκα μελωδικό progressive-rock των Genesis, Yes, Van Der Graaf Generator και την glam-rock πρωτοπορία των Roxy Music καθώς αποκλίνουσες παρέες θαμώνων των πρώιμων και καθαρόαιμων rock-pubs στην Ελλάδα που πίνουν την μπύρα κατευθείαν από το μπουκάλι, με το κεφάλι ψηλά και την rock σημαία ακόμη πιο ψηλά, προτιμούν να μην ακούν το Caravanserai των Santana ή το Mirage των Camel – κατάλληλο γι’ αυτούς μόνο για σήμα «ψαγμένης» τηλεοπτικής εκπομπής – ούτε το χιλιοπαιγμένο αν και όμορφο “Ruby Tuesday” των Rolling Stones καθώς τι βρίσκουν με το “Rock-n-Roll all nite” και το “Detroit Rock City” από το Kss Alive! και το Kiss AliveII της βιτρίνας όπως και με την επική «βαρβαρότητα» των Nazareth στο “No mean city” που βρίσκεται χωροταξικά στην βιτρίνα κάτω από τους δίσκους των ΑΒΒΑ αλλά σημειολογικά δίπλα στο “Rocket to Russia” των Ramones οι οποίοι θα κερδίσουν σε βάθος χρόνου τις καρδιές της underground ελληνικής νεολαίας των eighties καθώς τα πέτσινα μπουφάν «πνιγμένα» στις κονκάρδες συγκροτημάτων και τα ραφτά logos αλλά και τα αμάνικα ή ξεσκισμένα T-shirts συνδυασμένα με τα δερμάτινα περικάρπια γεμάτα καρφιά και τις μαύρες δερμάτινες ζώνες με πόρπες νεκροκεφαλής από το “Remember 79”, ένας ελληνικός συνδυασμός μεταξύ Joey Ramone και Judas Priest θα γίνουν μόδα για σκληρούς rockers αλλά και metal διαβατήρια αργότερα για τους κατελθόντες και διελθόντες την είσοδο της “Ombre”.

 

Στην επαρχία το «σκληρό» ροκ βρίσκει αρχικά διέξοδο μέσω των πειρατικών σταθμών στα «βραχέα» στα «μεσαία» και τέλος στα “Fm” με ετερόκλητες επιλογές που νουθετούν παρθένα ακροατήρια και αγοραστές που αλώνουν και καταναλώνουν από Ten Years After –“I’ m going home” στην μεγάλη εκτέλεση για εμπέδωση της Air-guitar σε όλο το μεγαλείο της – Bad Company “Can’t get enough”, φυσικά Black Sabbath –“Paranoid” αλλά και King Crimson!! –“21st Century Schizoid man”, συνήθως από κασέτες με επιλογές που μοιράζοντας από «ροκάδες» σε «βουτυρόπαιδα» και «καρεκλάδες» για να μαθαίνουν τα ελληνικά νιάτα την ροκ κουλτούρα από τους «μυημένους», που καβαλούν Honda MT-250 enduro, «μυθικά» Yamaha ΧΤ-500 και ελλέψει χρημάτων, αλλά διόλου φαντασίας, «ιδιοκατασκευές ποδηλατο-Harley» από μακροπήρουνα πειραγμένα και μεταλλαγμένα Bismarck και Goricke, πολλές φορές απλώς για να ξεχωρίσουν οι ανερχόμενες λαϊκές φατρίες από τους φλώρους μαλλιάδες γυμνασιόπαιδες των «καλών» οικογενειών της επαρχίες που πιάνουν μόνο και μόνο τις βάσεις σχολών της Αθήνας για να νοικιάσουν στην συνέχεια, ως φοιτητές, υπόγειο στα Εξάρχεια, να καπνίζουν στριφτό στα παγκάκια της πλατείας, να τρώνε σουβλάκι στο πεζοδρόμιο επιδεικτικά έξω από τον «Κάβουρα», φτύνοντας κάθε τρείς και δύο στο δρόμο όπως οι σκύλοι ορίζουν την περιοχή τους ουρώντας ασύστολα και προσπαθώντας ν’ ακούσουν (έτσι διατείνονται τουλάχιστον) το Hotel California ανάποδα καθώς πιστεύουν, θα ακούσουν κάτι μαγικό, κάτι διαβολικό ή θα γίνουν αποδεκτοί σαν μύστες σε ομάδες που ξέρουν το λόγο για τον οποίο ακούνε ροκ βαρύ κι ασήκωτο τύπου Blue Oyster Cult, UFO και τον «θεό» της Gibson Ted Nugent.

 

Όλα αυτά έως την στιγμή που η επερχόμενη γενιά του ’80 θ΄ ανακαλύψει τους Iron Maiden με το “Number of the Beast” όπως και τους νέους θεούς του metal, Metallica με το “Kill ‘Em All” για να «εξαφανίσουν» από τα πικάπ οι καθαρόαιμοι metallers όλα τα σκιώδη υποκατάστατα τύπου Krokus, Dokken κλπ.

 

Η «επαναστατημένη» νεολαία, τα ανήσυχα νιάτα των σέβεντις αγοράζουν δίσκους με περίεργους τρόπους για κείνη την στερημένη από marketing εποχή κάτι που σήμερα συγκριτικά φαίνεται ακόμα πιο περίεργο στους πελάτες της ψηφιακής βιτρίνας των I-Tunes που αλληθωρίζουν από αγοραστική έκσταση πάνω από τα χρωματιστά καρτελάκια των 0,99$/per track αφού στερούνται την αγωνιώδη αναζήτηση του πιο ευφυούς ντράμερ, το πιο γρήγορου κιθαρίστα, του πιο «φιγουρατζή» τραγουδιστή του πιο ευρηματικού εξωφύλλου, της πιο «παραγκωνισμένης» νέας κυκλοφορίας της πιο «άδικης» έντυπης δισκοκριτικής γιατί απλώς σήμερα ακούμε με μισό αυτί, βλέπουμε με ένα μάτι και αντιλαμβανόμαστε μόνο με τους κροτάφους ότι μας σερβίρετε «μισοψημένο» ή free-downloading αλλά απαλλαγμένο από ιούς στο Youtube, στο Facebook ή για να μαθαίνουμε νέους κώδικες μέσω Live-Streaming ή Spotify ή όποια άλλη πλατφόρμα μουσικής απογείωσης και προσγείωσης, η εύκολη απόκτηση της όποιας μας κάνει ακόμη πιο «προχωρημένους».

 

Απίθανο φαινόμενο hype μουσικής κουλτούρας του πεζοδρομίου, ο τύπος με το γυαλιστερό Smartphone στην παλάμη σε ανοιχτή ακρόαση για ν’ ακούν από λίγο και οι τριγύρω «απαίδευτοι» τις επιλογές μας από την τελευταία γκραντ επιτυχία του Bruno Mars ή το «διαφορετικό» “This is America” του Childish Gambino ή ένα πότ-πουρί από τις «αξέχαστες» επιτυχίες του 50-cent. Όποιος βλέπει στο βάθος του μυαλού του τον εαυτό του νεαρό με κοντά αθλητικά παντελόνια πάνω σε ποδήλατο με Walkman και ακουστικά, σωστά βρίσκει ομοιότητες. Ακόμη όμως πιο εκθαμβωτικό μάθημα μουσικής εμπέδωσης αλλά και ισοπέδωσης των ήχων μέσω της νέας τεχνολογίας, ο λαϊκός μικροπωλητής της επαρχίας με σώμα Κόναν ο βάρβαρος και φωνή τενόρου για τις ανάγκες του υπαίθριου μεροκάματου με λοβο-τομημένα αυτιά και μαύρους ανοξείδωτους κρίκους με αφημένο επιδεικτικά το I-Phone πάνω στα «μαιμού» Dolce Cabbana και Armani να παίζει, Δευτέρα πρωί, όλο το λαϊκό-ποπ χιτ-παρέϊντ εγχώριας εσοδείας, σφυρηλατώντας χαρακτήρα αλλά και ατσάλινα νεύρα στα μουσικά γούστα των διερχόμενων αλλά ανατάσσοντας τον ίδιο από τα νύχια ως την κορφή από μουσική έξαψη, παίζοντας με ευλάβεια τα τελευταία «γούστα» από Γιώργο Σαμπάνη και Νίκο Οικονομόπουλο ως Νίκο Βέρτη και Κωνσταντίνο Αργυρό κάνοντας ένα διάλλειμα στα σουξέ του αδικοχαμένου Παντελή Παντελίδη αφήνοντας ν’ απλωθεί στο πεζοδρόμιο ένας αχός μεταθανάτιου φόρου αποδοχής.

 

Όταν στα μέσα του εβδομήντα η επαρχία αλλά και οι περί γύρω της Ομονοίας οίκοι ακρόασης και διασκέδασης εσείοντο με Πόλυ Κερμανίδη «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια» με τα νταλκαδιάρικα του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου και τα «ξηγημένα» τσιφτετέλια του Βαγγέλη Περπινιάδη τότε μας πείραζε το ποιόν των ανθρώπων που άκουγαν την υποκουλτούρα της εποχής εκείνης αλλά σήμερα θεωρούμε «προχωρημένους» αισθητικά και προηγμένους τεχνολογικά τα άνεργα και άεργα νιάτα με παπούτσια Nike, παντελόνι Calvin Klein και ζώνη Armani που ξημεροβραδιάζονται παίζοντας virtual-games και ενδιαφέρονται για την ηχητική υπόκρουση στο “Call of Duty” η τον συνθέτη πίσω από το Hip-Hop υπόβαθρο του “South Park”.

 

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ