Κατέστρεψε ο Phil Collins τους Genesis;

Κατέστρεψε ο Phil Collins τους Genesis;

Από τον Κων/νο Χρυσόγελο

Το έχουμε ακούσει πολλές φορές, προσωπικά το έχω διαβάσει και σε σχόλια στη σελίδα των Genesis, ότι ο Phil Collins, drummer και στη συνέχεια επίσης τραγουδιστής του σχήματος μετά την αποχώρηση του Peter Gabriel στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τους οδήγησε σε πιο εμπορικά και εύπεπτα μονοπάτια, που ποιοτικά απείχαν πολύ από την εξαιρετική δισκογραφία τους με τον Gabriel πίσω από το μικρόφωνο. Ως πρόσθετο τεκμήριο, οι κατήγοροι υποδεικνύουν την προσωπική καριέρα του Collins κατά τη δεκαετία του ’80.

Παρακάτω μερικοί λόγοι που αντικρούουν την παραπάνω άποψη.

1. Οι χρονολογίες δεν βγαίνουν

Ακόμα και αν παραδεχτούμε πως η solo καριέρα του Collins δεν λέει πολλά πράγματα επειδή κινείται σε καθαρά pop λογική, ας σκεφτούμε ότι ο πρώτος δίσκος του κυκλοφόρησε το 1981, ενώ οι Genesis είχαν ήδη βγάλει τέσσερα albums χωρίς τον Gabriel. Η αναδρομική λογική δεν μπορεί φυσικά να έχει αξία.

2. Ο Gabriel απομακρύνθηκε από το prog στην προσωπική του καριέρα

Αν και οι στηλιτευτές του Collins τονίζουν ότι επί Gabriel έβγαζε το ένα prog αριστούργημα μετά το άλλο (ισχύει), δίσκους δηλαδή που περιείχαν περίτεχνες μελωδίες και σχοινοτενείς δομές, πρέπει να προσέξουμε ότι ο δεύτερος ουδέποτε έδειξε προθυμία να ασχοληθεί ξανά με το prog μετά την αποχώρησή του. Αντίθετα, το ντεμπούτο του (1977) παρουσίαζε ένα μείγμα AOR και κιθαριστικού new wave, όπως και ο διάδοχός του (1978), με την προσθήκη κάποιων southern στοιχείων. Από τον τρίτο δίσκο του (1980), ο Gabriel άρχισε να απορροφάται από το μουσικό κλίμα των 80s.

Από την άλλη, οι Genesis δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από το επί Gabriel ύφος στα δύο πρώτα albums της εποχής Collins (1976-1977). Υπό μία έννοια, λοιπόν, ο Gabriel ήταν εκείνος που έκανε το πρώτο βήμα προς την «εμπορική» μουσική (το επίθετο εντός εισαγωγικών, γιατί προφανώς το ποιοτικό new wave δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από το ποιοτικό prog).

3. Οι Genesis ήταν η μπάντα του Tony Banks

Η πιο συνηθισμένη παρανόηση έχει να κάνει με το ποιος ήταν ο πιο σημαντικός μουσικός των Genesis. Ποιος καθόριζε κυρίως το ύφος της μπάντας; Προφανώς, ο Gabriel έβαζε τους στίχους, τη σκηνική παρουσία, το φλάουτο και τόσα άλλα, ο Steve Hackett τη μοναδική τεχνική του στην κιθάρα κ.ο.κ. Ωστόσο, οι πραγματικά ψαγμένοι οπαδοί των Genesis ξέρουν ότι τα πλήκτρα του Tony Banks κυριαρχούν και επιβάλλονται στη μουσική του συγκροτήματος, τόσο πριν, όσο και μετά την αποχώρηση του Gabriel.

Μερικές προσεκτικές ακροάσεις πιστοποιούν του λόγου το αληθές: Η κιθάρα του Hackett είναι πάντα «ριγμένη» και θολή στη μείξη, ενώ τα πλήκτρα δεσπόζουν και γεμίζουν κάθε σπιθαμή των συνθέσεων. Μετά την αποχώρηση του Hackett, οπότε την κιθάρα πιάνει ο Mike Rutherford, η εικόνα παραμένει απαράλλακτη.

Άρα, πριν βιαστούμε να φορτώσουμε τον Collins με όλες τις αμαρτίες του κόσμου, ας σκεφτούμε πώς οι Genesis εξελίχθηκαν ηχητικά από τα τέλη του ’70 έως τα μέσα του ’80, μέσα σε ένα μουσικό σκηνικό το οποίο στηριζόταν όλο και περισσότερο στα πλήκτρα, αναλογιζόμενοι τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τον Tony Banks, τον άτυπο ηνίοχο της μπάντας.

4. Η solo καριέρα του Rutherford δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη του Collins

Γρήγορο και αυτονόητο σημείο: Η μπάντα του Rutherford στα 80s, οι Mike and the Mechanics, έπαιζαν 80s pop. Αυτό μάλλον δείχνει ότι και τα τρία τότε μέλη των Genesis (Banks, Collins, Rutherford) έδειχναν ένα έντονο ενδιαφέρον για την pop εκείνη την εποχή. Αν λοιπόν «φταίει» κάποιος για τους δίσκους στης μπάντας εκείνη την περίοδο, σίγουρα δεν είναι μόνο ο Collins.

5. Ας μιλήσει η μουσική για λογαριασμό μας

Αν ακούσουμε τη μετά-Gabriel δισκογραφία των Genesis χωρίς προκαταλήψεις, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι έβγαλαν εξαιρετική μουσική. Τα “Trick of the tail” (1976) και “Wind and wuthering” (1977) είναι δισκάρες, ενώ προσωπική μου αδυναμία αποτελεί το “…And then there were three” (1978). Επίσης, τα “Duke” (1980) και “Abacab” (1981) περιέχουν επίσης ποιοτική μουσική, με αρκετές κορυφές.

Σίγουρα, ο ήχος τους τείνει από το 1978 να γίνει πιο ευχάριστος και φιλικός στο αφτί. Εδώ όμως υπάρχουν δύο αντεπιχειρήματα: Πρώτον, η φοβερή μουσική δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα είδη, ούτε πρέπει να είναι πολύπλοκη για να απολαμβάνεται. Δεύτερον, η ηχητική εξέλιξη των Genesis έφερε και πολλά καλά: Τη μοναδική ατμόσφαιρα των πλήκτρων του Banks στο “…And then”, το πληθωρικό stadium rock του “Duke”, το “art rock-meets-80s pop” του “Abacab”, αλλά και την εξωστρεφή pop (μη βαράτε) του “Invisible eye” (το “Genesis” του 1983 και τα LPs των 90s με αφήνουν γενικώς αδιάφορο).

Αλλά ας μιλήσουμε για τραγούδια: Θεωρεί στ’ αλήθεια κάποιος ότι υστερεί σε prog μεγαλείο το “Down and out” ή το “Dodo-lurker”; Αμφισβητεί κανείς ότι το σόλο του “Burning rope” συγκαταλέγεται στα καλύτερα όλης της δισκογραφίας των Genesis; Και τα λόγια περιττεύουν όταν στεκόμαστε μπροστά στην τριπλέτα του “Unquiet slumbers / In that quiet earth / Afterglow”.

Ετυμηγορία: Αγαπάμε τους Genesis, είτε με Gabriel είτε με Collins στα φωνητικά.